1. Trang chủ
  2. » Ngoại Ngữ

assasinoi tou borra, drosoulites tou notou - teos rombos

59 314 0

Đang tải... (xem toàn văn)

Tài liệu hạn chế xem trước, để xem đầy đủ mời bạn chọn Tải xuống

THÔNG TIN TÀI LIỆU

Thông tin cơ bản

Định dạng
Số trang 59
Dung lượng 776,34 KB

Nội dung

ΤΕΟΣ ΡΟΜΒΟΣ ΑΣΣΑΣΙΝΟΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ ΑΘΗΝΑ 1993 1. ΣΤΟ ΒΟΡΡΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΝΟΤΟ Το ταξίδι του γραψίματος, η αυτοσυγκέντρωση, η στιγμή της δημιουργίας, το αργό ξεδίπλωμα του χρόνου μέσα στις κλειδώσεις των δαχτύλων, το ανασκάλεμα της μνήμης που τη μια φωτίζεται και την άλλη σβήνει και ξεθωριάζει Ο λαβύρινθος των σκέψεων, το ποτάμι του μυαλού, το τραγούδι που φουσκώνει σιγανά στις ρώγες των δαχτύλων, σκιές γραμμωτές, έντονες διεισδύουνε στα απόκρυφα και στα σκοτεινά, στα σπλάχνα του εγκεφάλου, στα έγκατα των σκέψεων, στα πηγάδια των πιο μύχιων επιθυμιών και στο μεδούλι των κοκάλων, εκεί που βρίσκεται η ουσία και η ψυχή των πραγμάτων, το νόημα της ύπαρξης και ο λόγος του είναι. Εκεί που ο καθένας κρατάει κρυφή κι ανείπωτη τη μέσα πλευρά του εαυτού του, στην πιο εσωτερική πτυχή της απροσπέλαστης και γεμάτης αμυντικούς μηχανισμούς ύπαρξής του. Βαθιά και μέσα στα εντόσθια της Γης, στις αμέτρητες φλούδες και επιστρώσεις της που σκέπασαν τόσες και τόσες παρουσίες ζωής, ιστορίες μικρές, καθημερινές που χάθηκαν και χάνονται μέσ' στο χρόνο. Στο μυαλό μου ανάκατα τα πρόσωπα, οι σχέσεις, οι φιλίες, οι πράξεις, οι ημερομηνίες, τα γεγονότα Απομακρύνομαι από την πόλη με το παλιό σαραβαλιασμένο λεωφορείο, μπροστά πάνω απ' τη θέση του οδηγού χάντρες και πολύχρωμα κρόσσια που γέρνουνε σε κάθε στροφή του δρόμου. Μέσα από το άπλυτο τζάμι βλέπω τη γη, επίπεδες εκτάσεις, κάμπους, μουντά καφετιά χρώματα, λαμπερά κίτρινα, φωτεινά μπλε, τους όγκους των μουσουλμανικών τζαμιών, των σπιτιών που χάνουν τα σχήματά τους και τρεμουλιάζουν όσο μακραίνουνε. Μέσ' στην ανακατεμένη λάσπη και στα σπάρτα που πετάγονται σαν άγριες νυχιές αισθάνομαι το χειμώνα, μοναχικοί άντρες περπατάνε στα χωράφια, γυναίκες στα αγροτόσπιτα, καθώς περνάει το λεωφορείο κουνάνε τα χέρια σε χαιρετισμό. Δαμάλια μασουλάνε στα λιβάδια τριφύλλι. Οι λίμνες ενώνονται με τη θάλασσα, αργυροπελεκάνοι, γερανοί που πετάνε χαμηλά πάνω απ' τα νερά, ατέλειωτες διακλαδώσεις δρόμων και δρομίσκων που δεν οδηγούν πουθενά, έτσι όπως οι αδιέξοδες σκέψεις για την αιτία της ύπαρξης. Παντού ο τόπος τριγυρισμένος από νερά, στο βάθος θαμπά υπολείμματα μιας βυζαντινής πολιτείας, το Νερόκαστρο, στέκει υποχθόνιο, αρρωστημένο, θανατερό, σαν μια παραίσθηση. Νιώθω ότι ταξιδεύω σε νησί, δεξιά κι αριστερά στην άσφαλτο νησίδες, αμμούδες, αλίπεδα, μόλις εξέχουνε από την επιφάνεια της θάλασσας, απ' τη μια κι απ' την άλλη τα γλυφά νερά, όλες οι αποχρώσεις της γκρίζας τίντας μέχρι το μαύρο της σινικής ανοίγουν σαν βεντάλια μπροστά στα μάτια, ο ήλιος, μια αιωρούμενη πορφύρα που βουτάει στο μούχρωμα του μελιού και των πορτοκαλιών, των ηφαιστειωδών εκρήξεων, μπουκωμένες απ' την αντηλιά σκιές γλάρων που κρώζουν πάνω στις χρυσοκόκκκινες λακκούβες των κυμάτων, λαρυγγισμοί από κουρούνες που διεκδικούν το φαγητό τους θυμωμένα στο σκουπιδότοπο έξω απ' το δρόμο, στην άμμο απολιθώματα, ψόφια ζώα, νυφίτσες, γλάροι, ταριχευμένα φυσικά από τον ήλιο και τ' αλάτι σε κινήσεις χορευτικές, μια φουντωτή ουρά αλεπούς που εξέχει από τα λασπόνερα, το παγωμένο μάτι του θανάτου της κοιτάζει λοξά, όστρακα σαν την άμμο, αυτιά της θάλασσας, ματάκια της θάλασσας, αστερίες διπλωμένοι σε αγωνία ασφυξίας, αχινοί ξεραμένοι μωβ και μαύροι, γουρουνίτσες πιτσιλωτές, σωροί σάπια φύκια και αρμύρα που τρίζει κάτω από τα πόδια, πεθαμένα ανθόζωα και λειχήνες στις τσακισμένες πλάτες των βράχων, πάνω τους τρέχουνε καβούρια σαν μάσκες διαβολικές, με μακριά λεπτά πόδια και γουρλωτά ερευνητικά μάτια Το Πόρτο Λάγος. Στην άκρη του Δίαυλου, μια σειρά πάσσαλοι μπηγμένoι στα νερά καθρεφτίζονται μαζί με τις τεράστιες άσπρες πέτρες του κυματοθραύστη, ίδιο προϊστορικό κήτος που έχει εκβραστεί, το φανάρι πλέει πάνω στο νερό, λικνίζεται, ριγάει, τρεμουλιάζει, σκουριάζει στα μελανά νερά, οι καλαμιώνες, τα στρογγυλά φύλλα με τις κορώνες των λευκών νούφαρων, δίπλα στις αμμούδες τ' αρμυρίκια με τη λιγδερή ερωτική τους μυρωδιά, σκελετοί από σαπισμένες ξύλινες βάρκες τραβηγμένες στις ξέρες, καΐκια με τσακισμένες τις τρόπιδες πεθαίνουνε βουλιαγμένα στα ρηχά, ο φάρος αναβοσβήνει στην είσοδο του παρατημένου λιμανιού που έχει κλείσει από προσχώσεις κι έχει γεμίσει βούρλα που εξέχουνε από το νερό. Το παλιό λιμάνι στοιχειώνει με την παρουσία τριών φορτηγών που σκουριάζουνε άβαφτα, τσαμπιά τα μύδια στα ύφαλα, χωρίς πληρώματα, δεμένα στην προκυμαία με λιωμένους κάβους, οι μπίγες τους για χρόνια αδούλευτες, ο άνεμος περνάει ανάμεσα στα συρματόσχοινα, σφυρίζει κι οι γλάροι κουτσουλάνε τις αματσακόνιστες κουβέρτες των πεθαμένων καραβιών. Έξω μπροστά στην προβλήτα, στα μεγάλα νεοκλασικά κτίρια, το Λιμεναρχείο -το σήμα που 'χει έρθει μιλάει για δεκαέξι αγνοούμενους - δίπλα το Τελωνείο, με πεσμένους τους σοβάδες, ξεβαμμένα παράθυρα, το γαλάζιο σκουφί του μιναρέ που λογχίζει σαν βέλος ένα καφετί ουρανό, τα παιδιά που βγαίνουνε από το Μεντρεσέ τρέχουνε με τις σχολικές τσάντες ξεφωνίζοντας, μέσα στον παλιό καφενέ καθισμένοι οι γέροντες σφίγγουνε τα μπαστούνια τους σαν σκήπτρα, μπεγλεράνε μία μία τις κεχριμπαρένιες χάντρες, κοιτάνε ολόισια μπροστά στην ξυλόσομπα που καπνίζει τις μορφές που φτιάχνονται στιγμιαία, αγαπημένα πρόσωπα που χάθηκαν στη διαδομή της ζωής, απ' τη μεριά της θάλασσας αντηχεί η βραχνή μπουρού του ρυμουλκού που ψάχνει ανοιχτά στο πέλαγος τους δεκαέξι αγνοούμενους ναυτικούς τ' απόνερα αφρίζουν και φουσκώνουν στα ύφαλα του μικρού σκάφους ενώ η μηχανή κάνει κράτει, η τρικυμία το ανασηκώνει πάνω στους λόφους, στα φρύδια των κυμάτων και το βυθίζει μέσα σε λάκκους. Στη γέφυρα, ο καπετάνιος με άχρωμη φωνή μιλάει στο σωλήνα: ΔΕΞΙΑ, ΜΠΡΟΣ, ΤΙΜΟΝΙ ΔΕΞΙΑ, ΚΡΑΤΕΙ, ΑΝΑΠΟΔΑ, ΜΠΡΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΟ… τα κύματα κι η φουρτούνα χτυπάνε στον καθρέφτη του ρυμουλκού που μπαντάρει αριστερά κι ο τιμονιέρης βλαστημάει Ανθισμένες οι φούντες μέσ' στις καλαμιές στο δέλτα του ποταμού, χτισμένες κάτω και γύρω από το μεσαιωνικό κάστρο του Διδυμότειχου οι κατοικίες-σπηλιές με τα πολύχρωμα ασβεστωμένα ντουβάρια, τα παιδάκια των μουσουλμάνων με τα μεγάλα μάτια περπατάνε κάνοντας θόρυβο πάνω στις στραβωμένες κονσέρβες, η καταχνιά σκεπάζει και κρύβει τους μικρούς αγροτικούς δρόμους, μέρες χειμώνα, τα ατλαζιά, τα ολομέταξα και τα αστραχάν της Λυκαυγής, τα μυστικά νυχτερινά περάσματα των κοντραμπαντιέρηδων, οι σποραδικοί ανεξιχνίαστοι πυροβολισμοί τις νύχτες, ο καταυγασμός των μυριάδων άστρων που καθρεφτίζονται πάνω στα νερά του ποταμού, οι σουβλερές μύτες των μιναρέδων, η μακρόσυρτη φωνή του μουεζίνη που την ταξιδεύει ο αέρας, τα δάκρυα που κυλάνε στα μάτια της νεαρής πομάκας, ο αντίλαλος από τις στριγγλιές στη θέα του νεκρού της άντρα σε μετωπική σύγκρουση, το μοιρολόι των ανθρώπων στη θέαση του επέκεινα, τα μάτια του νεκρού κλειστά σαν να κοιμάται - τίποτα δε μαρτυράει ότι εκείνος ο άνθρωπος βρίσκεται αλλού. Ο αμανές λάγνος, θείος, ερωτικός. Οι ψίθυροι και τα πνιχτά γελάκια που ακούγονται να έρχονται με αντήχηση από το Σπήλαιο των Νυμφών στην Καβάλα, σαν χάδια ερεθιστικά με τα νύχια στη σπονδυλική στήλη. Ο χορός των τυφλών μαύρων φιδιών πάνω στα σαπισμένα φύλλα στα μικρά ποταμάκια που εκβάλλουνε στα νοτιοδυτικά της Πελοποννήσου. Μόλις ακούνε το θόρυβο απ' τα βήματα πάνω στην άμμο γλιστράνε στις πρασινίλες του νερού και κρύβονται. Όταν σουρουπώνει, τα χέλια βγαίνουν έξω απ' τα στάσιμα νερά, στα χορτάρια και σέρνονται σαν τα φίδια πάνω στην άμμο για να φτάσουνε στο νερό και να κολυμπήσουνε στην ανοιχτή θάλασσα. Πιο δίπλα, στον καταυλισμό που στήνουνε οι ορεινοί Αρκάδες τα καλοκαίρια, ανάβουνε μεγάλες φωτιές και τα παιδιά ολόγυρα στημένα παίρνουνε φόρα, πηδάνε μέσα απ' τις μεγάλες φλόγες σταυρωτά, ξεφωνίζουνε, χειροκροτάνε, γελάνε και είναι η στιγμή της ενηλικίωσής τους. Στο μικρό κεντράκι που είναι ένα μπαλκόνι πάνω στη θάλασσα, οι λίγοι πελάτες ρεμβάζουνε τις τελευταίες αναλαμπές του ήλιου που σβήνει στο Ιόνιο, τις μεγάλες φωτιές, τις παράγκες με τις κουρελούδες και χαίρονται με τα παιδιά που σαλτάρουνε μέσα στις φλόγες σαν δαίμονες. Σ' ένα κασετόφωνο που χάνει στροφές ακούγονται τραγούδια ρεμπέτικα. Κοιτάζω μια φωτογραφία. Ένας λόφος, πάνω του τρέχουνε παιδιά που παίζουνε, πίσω τους κι όσο φτάνει η ματιά, μια πολιτεία υπερφωτισμένη και χαμένη μέσα στο λευκό φως, λόφοι που εξέχουνε με κοκκινόχωμα και πεύκα και μονοπάτια μικρά, ζευγάρια αγκαλιασμένα περπατάνε, η Ακρόπολη, το καυτό μαγικό, εξουθενωτικό, κυρίαρχο άγγιγμα, το άρπαγμα, το μεσουράνημα του ήλιου, η φυλακή του Σωκράτη, στο βάθος η θάλασσα, φορτηγά καράβια στριφογυρίζουνε αργά σπρωγμένα από υπόγεια ρεύματα γύρω από την αλυσίδα και την άγκυρα που χάνεται καρφωμένη στη λάσπη του βυθού. Μοναδική αίσθηση φλόγας που πυρπολεί και καίει, το κατακόκκινο απαύγασμα του ήλιου, το χρύσισμα πάνω στα απόνερα και στις αφρίλες των πλοίων, σημάδια από χαμένες παραλίες και αμμούδες που διαγράφονται αχνά, τρεμοπαίζουνε υποθετικά, το κόκκινο των βλεφάρων όταν κλείνουμε τα μάτια βυθισμένοι σ' ένα τεράστιο καυτερό καζάνι είναι το ΑΙΜΑ ΤΩΝ ΜΑΤΙΩΝ ΜΑΣ, στραμμένοι σαν ηλιοτρόπια προς τον ήλιο, ο ήχος των νερών που χτυπιούνται απ' την προπέλα, ο βόμβος της μηχανής του πλοιάριου, κρωγμοί απ' τα θαλασσοπούλια, κάποιες ομιλίες, το πλατάγισμα της σημαίας Δειλινό. Το φάσμα του ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΗΛΙΟΥ χάνεται προτού ακουμπήσει το περίγραμμα των λόφων και το τελειωτικό πυκνό σκοτάδι σφίγγει τα κορμιά μας και τα πνίγει μέσα στην αφροδίσια μέθη που πίνει ο ένας από το στόμα του άλλου, στις μυρωδιές των νυχτολούλουδων, της γαζίας, του γιασεμιού, του υάκινθου, του αγιοκλήματος. Η πυρακτωμένη βάλανος, το αντεστραμμένο είδωλο του ήλιου που ανατέλλει αντί να δύει πίσω από τα βουνά. Σβήνει αργά, εξαφανίζεται ολότελα μόλις ακουμπάει στις βουνοκορφές. Τα πετρελαιοφόρα πλοία, αγκυροβολημένοι βλοσυροί όγκοι, απόμακροι, ακίνητοι. Γλάροι. Ψαρόνια. Στιγμές κατανυκτικές. Πέφτει το παχύρρευστο σκοτάδι, μας τυλίγει η καλοκαιρινή κουφόβραση και ντύνει σαν ρούχο το γυμνό μας κορμί, δίπλα μια πνοή ανέμου κουνάει τα γυναικεία εσώρουχα που απλωμένα στεγνώνουνε, στο βάθος το φωτισμένο περίγραμμα των λόφων κι οι πιο τελευταίες αναλαμπές από τον ζωοδότη ήλιο, τα πριονωτά φύλλα της χουρμαδιάς λικνίζονται μ' ένα μικρό θρόισμα κι απλώνει τα κλαδιά της όσο φτάνουνε για να μ' αγκαλιάσει ουριά και χανούμισσες γύρω τραγουδάνε και παίζουνε μουσική "Μέσ' στης πόλης τ' ακρογιάλια " Οι γυναίκες σηκώνονται και κουνάνε απαλά τα κορμιά τους στους ήχους της μουσικής. Κρουστό κέντημα των χορδών του μπουζουκιού, το ηδονικό χάιδεμα των αυτιών, το πλημμύρισμα των ανοιχτών πόρων του ερεθισμένου σώματος στα ακραγγίγματα των εγχόρδων από τα μακριά, διαφανή γυναικεία δάχτυλα, οι φιοριτούρες κι οι γιρλάντες απ' το μπαγλαμαδάκι, το αισθησιακό μαστίγωμα απ' το τουμπερλέκι, οι μυρωδιές από ιδρωμένα, ηλιοψημένα κορμιά που σπαρταράνε και ριγάνε κάτω από το τρεμουλιάρικο χλιμίντρισμα του ντεφιού, η μελωδία του τραγουδιού, το καλοκαίρι, η νύχτα, η μέθεξη τ' αγκαλιάζουν και τα τυλίγουν όλα, ο φοίνικας εξακολουθεί ν' απλώνει τα πριονωτά του κλαριά για να με χαϊδέψει Τα μάτια των γυναικών κλειστά, τα χείλη ανοιγοκλείνουνε υγραμένα, τα πρόσωπα συνεπαρμένα, τα χέρια τεντώνονται ψηλά πάνω απ' το κεφάλι, τα δάχτυλα ακουμπιώνται και μπλέκονται, οι ανάσες βαραίνουν και τα ρουθούνια ανοίγουν από καυτά κύματα αέρα, οι γοφοί ανεβαίνουν στη μια πλευρά, στριφογυρίζουνε, τα πόδια λυγισμένα κάνουν μικρά βηματάκια, η λεκάνη τινάζεται, τα στήθια τρέμουνε και χοροπηδάνε, το πρόσωπο χαμηλώνει και αργά στριφογυρίζει για να δειχτεί απ' όλες τις πλευρές, τα χείλη προφέρουν ακατάληπτες υγρές λέξεις. Σαν παλιρροϊκό κύμα ανεβαίνει η ένταση του χορού, τα κορμιά δοσμένα στο ρυθμό, η επιθυμία του χορού απλώνεται σαν την άγρια φωτιά που τη φυσάει αυγουστιάτικο μελτέμι, τα πρόσωπα μεταμορφώνονται, κάτω από κάθε πρόσωπο εμφανίζεται ένα άλλο άγνωστο, μορφασμοί επώδυνοι, κάτι πολύ παλιό βγαίνει σιγά σιγά, μια αγριάδα, μια έκσταση, ξαφνικά οι χορευτές ελευθερώνονται από κάτι αόρατο, γυμνώνονται απ' τα ρούχα τους, οι γυναίκες ρίχνουνε τα μακριά μαλλιά τους μπροστά στο πρόσωπο, ο ιδρώτας μουσκεύει το χώμα, τα μαλλιά τους φλόγες που καίνε στο κεφάλι τους, δεν υπάρχει πια ο χρόνος, ο χώρος, κανένα όριο. Σκιές και μύθοι που έχουμε μέσα μας, ποιήματα, τραγούδια, έπη κι ιστορίες, πέτρες, φωτιές, σεισμοί, η θάλασσα που, όταν την κοιτάς, γεννάει κάποια βουβά πρόσωπα με μια αγωνία στην άκρη των χειλιών, πρόσωπα αγαπημένα, πρόσωπα με χαρακτηριστικά έντονα, οικεία, μάτια που κοιτάνε με ένταση, με τρυφεράδα, με αγάπη, νεκροκεφαλές με αδειανές κόγχες, πρόσωπα με χαρακτηριστικά φαγωμένα απ' το δυνατό της λήθης οξύ, άνθρωποι που μοιραστήκαμε μαζί μέρες και νύχτες, χρόνια κοινής ζωής που ξεχάστηκαν και έσβησαν από μέσα μου σαν νεροφαγωμένα επιτύμβια επιγράμματα. ΟΛΑ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΣΙΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΤΗΣ ΝΙΟΤΗΣ ΜΟΥ Μεγάλες επίπεδες εκτάσεις που ποτίζονται με τεχνητή βροχή, εδώ βρίσκεται η μυστηριώδης λαγκάδα του Αχέροντα. Γύρω, σκόρπια πελασγικά ερείπια, αιχμές από δόρατα, σαΐτες, οστά, ίχνη από κυκλώπεια τείχη, βοσκοτόπια, μέσα από τα πηγάδια και τις στέρνες ακούγονται μουγκρητά με αντίλαλο, πιο πέρα στα ριζά του βουνού η σπηλιά του Φοβερού, μέσα ζωντανά τσαμπιά οι νυχτερίδες, στις πλαγιές του μεγάλου βουνού επιβλητικές κατολισθήσεις και ολοστρόγγυλες τρύπες από πτώσεις μετεωριτών, στα πιο απόκρημνα σημεία τα γεράκια έχουν φτιάξει τις φωλιές τους. Εδώ στις θαμμένες πολιτείες, οι ναοί ήταν τα λατρευτικά σπίτια του Έρωτα, όπου οι γυναίκες περίμεναν τους άντρες κι όταν εκείνοι έρχονταν τους καβαλούσανε σαν φρενιασμένες μαινάδες και οι άντρες νιώθανε ότι είχανε μόνο μπράτσα και δύναμη και καθόλου μυαλό κι οι γυναίκες τούς κατευθύνανε με τα βογκητά τους και τους κράταγαν με τα υγραμένα αιδοία τους αιχμάλωτους μιας ηδονής που δεν έχει αρχή και τέλος. Οι μικρές κραυγές του έρωτα στην αρχή που προσπαθούν να κρυφτούν, να μην ακουστούν, η στάση της γυναίκας, όταν ξαπλωμένη ανάσκελα περιμένει τον άντρα, το πρόσωπό της αναψοκοκκινισμένο, πιτσιλιές, αποτυπώματα κάβλας, παραλήρημα άγνωστων λέξεων με κλαυθμούς, αμετάφραστοι διεγερτικοί ήχοι, λυτρωμός στο τέλος της ερωτικής τελετής με άγριες δυνατές κραυγές που δεν κρύβονται, σπαρακτικά ουρλιαχτά παροξυσμού και κινήσεις επιληπτικές του κεφαλιού, σφίξιμο δοντιών, κόψιμο χειλιών, αίματα στις άκρες του στόματος, σταγόνες στο γυμνό στήθος του άντρα που τον καβαλάει η γυναίκα και βιδώνει το σώμα της πάνω στο πέος του, φρενιασμένος στριφογυριστός καλπασμός, το κορμί της τεντωμένο πάλλεται, τα χέρια της χορεύουνε κι αγκαλιάζονται πάνω από το κεφάλι της, κατεβαίνουνε και τρίβουνε τα στήθη της, γλιστράνε στους γοφούς που ανασηκώνονται πάνω στον άντρα και τρίβουνε τα χείλη του κόλπου μαζί με το πέος που γλιστράει ενώ μπαινοβγαίνει στο λιωμένο μουνί της γυναίκας, οι μυρωδιές μπλέκονται μέσα στους γλιστερούς ήχους κι οι ανοιχτοί πόροι του σώματος ζητάνε μερίδιο στην ηδονή, το μυαλό χυμένο στις αισθήσεις, στις άκρες των δαχτύλων, στα χείλη, στη γλώσσα, στη βάλανο του πέους, στην κλειτορίδα, στις απολήξεις των νεύρων της πατούσας, της παλάμης, στην κόρη του ματιού που θολώνει και στις ελικοειδείς διαδρομές του μυαλού, στα τύμπανα των αυτιών, στο αίμα που εξακοντίζεται στις αρτηρίες και επιστρέφει απ' τις φλέβες, αυτός τινάζεται ψηλά για να μπει μέσα στο κορμί της, εκείνη ανεβοκατεβαίνει με δύναμη για να τον πάρει τελειωτικά μέσα της, σφαδάζουνε στην αναπαράσταση της ένωσης, σπαρταράνε στην ενσωμάτωση, σπαράζουνε στην ολοκλήρωση του αρχέγονου πόθου, μέσα στην έξαρση, στην αγωνία να συμπληρώσει ο καθένας αυτό που του λείπει, ένα ολοκληρωμένο σύμπλεγμα, το πάθος του ανδρογύναιου σώματος που στροφιλίζεται και σαλεύει σαν παχύρρευστη λάβα, κυλάει, εισχωρεί σε κάθε κοιλότητα και την κατακαίει, λιωμένος χαλκός που χύνεται στο καλούπι, οι Δροσουλίτες σκιές, οι Λεμούριες ψυχές, τα ιδρωμένα πρόσωπα των Ασσασίνων, οι άγνωστες δυνάμεις που σπρώχνουνε τα Λέμινγκ στο βορρά ν' αυτοκτονήσουν ομαδικά κάποια εποχή του χρόνου και στέλνουνε τα χέλια αφού διασχίσουνε όλες τις θάλασσες να βρεθούνε για μια τελευταία φορά προτού πεθάνουν στη θάλασσα των Σαργασσών και να χορέψουνε το χορό του έρωτα, γυναικεία πρόσωπα ισάξια σε αρμονία με το κεφάλι της Νεφερτίτης, αναψοκοκκινισμένες γυναίκες που μετεωρίζονται πάνω σε ανδρικά κορμιά, διονυσιασμένα πρόσωπα, σάτυροι, μαινάδες σε ακροβατικούς ελιγμούς αγκομαχούνε για χιλιάδες χρόνια πάνω στις ερυθρόμορφες παραστάσεις των αγγείων, σε τοιχογραφίες με φρέσκο, σε βουλιαγμένες τριήρεις στα βάθη του Αιγαίου, σε αόρατες πόλεις αρχαϊκές, στα μικρά πέτρινα ειδώλια με τις ανδρογύναιες μορφές, που βρίσκονται θαμμένα κάτω από το χώμα στις παρυφές των σημερινών πόλεων, στις ερωτικές περιπτύξεις, στους οργασμούς που μαρτυρούνε τα μισόκλειστα βλέφαρα των γυναικών στα σκαλισμένα ή σχεδιασμένα συμπλέγματα, οι καμπυλωτές στάσεις των σωμάτων τους, τοξοειδείς γυναίκες, χαριτωμένες κινήσεις των ποδιών με μια ελαφριά κλίση προς τα μέσα, οι γοφοί φουσκωτοί, τουρλωτοί, τα στήθια δυο τόπια που χοροπηδάνε στον αέρα, το εφηβαίο ένα αινιγματικό σκούρο σύννεφο, οι φαλλικές στύσεις, επισκοπικές τιάρες, βασιλικά σκήπτρα, ανάγλυφα φτιαγμένα από επιδέξια χείλη και στόματα που ξεφυσάνε καυτό αέρα μέσα από σπλάχνα ανυπόμονα, πυρετικά βλέμματα, κοίλες εσοχές, σκοτεινιασμένες, μυστηριώδεις, αλαφιασμένες οι κινήσεις, απόκρυφοι ψίθυροι, αναστεναγμοί που υπόσχονται την πραγμάτωση των πιο αμυδρά φωτισμένων επιθυμιών, βαλανικά μανιτάρια εκσπερματίζουν έκπαγλα μαργαριτάρια, υγραμένα σχεδιάσματα μυθολογικής ταρταρούγας από αλαβάστρινες σχισμές, σαρκώδη λειριά ροδόχρωμων κοκκινισμένων αιδοίων σε μουσκεμένες μυρωδάτες μασχάλες, σε μικρές τρυφερές πατούσες, σε απαλές ζάρες του δέρματος που ταράσσονται και ριγούν ηδονικά, στην ευωχία της μεταρσίωσης, ζωής και θανάτου στους λασπότοπους, στους σκουπιδότοπους, στους θλιβερούς αυτοκινητόδρομους με τα πεθαμένα κουφάρια των λιωμένων ζώων, διαμελισμένων ανθρώπων, ανθρώπων παγιδευμένων μέσα στ' αυτοκίνητά τους που καίγονται σε μετωπικές συγκρούσεις, τσακισμένες λαμαρίνες, συνθλιμμένα σώματα, πετσοκομμένα, άνθρωποι που ξεψυχάνε πάνω σε πλαστικά καθίσματα, σε μπλοκαρισμένα τιμόνια, στα πρόσωπα γεωγραφία θανάτου στάζει το πιο προσωπικό τους κόκκινο υγρό, κι ένας τελευταίος σπασμός στα μάτια που θολώνουν κοιτάζοντας τη ροζ πικροδάφνη στην άκρη του δρόμου, το έρεβος της νύχτας υποχωρεί, απαλόχρωμα σπρέι βάφουνε γκρι κι ασημί τον ουρανό πάνω από το Καστέλλο Ρόσσο, τα μαύρα βουνά της Καρύστου ροδίζουν, γύρω η ανυπαρξία, το Χάος, το άπειρο, σ' ένα μοναδικό σημείο συναντιώνται το μενεξεδί της χαραυγής με το ακαθόριστο σταχτογκρί της απεραντοσύνης, εκεί που υλοποιείται ή εξαφανίζεται ο ορατός κόσμος. 1. ΡΟΔΟ ΑΜΑΡΑΝΤΟ Θα σου μιλήσω για τη γειτονιά μου. Μια συνοικία της Αθήνας σαν τόσες άλλες και θα σου πω μερικά από τα μικρά μυστικά της που για μας που μένουμε εδώ είναι κοινά μυστικά. Τ' ακούς τις ταπεινές κι ασήμαντες μέρες, στα διαμερίσματα που βρίσκονται δίπλα δίπλα κι αντίκρυ, την ώρα που οι γυναίκες απλώνουνε τα ρούχα στις βεράντες και τα φωνάζουν η μια στην άλλη από μπαλκόνι σε μπαλκόνι, κι αργά τα βράδια μέσα στους στενούς δρόμους στο μεθυσμένο ψεύδισμα του τσαγκάρη της γωνίας που κάθεται και τα κουτσοπίνει μόνος, κι είναι θρυμματισμένες λέξεις και τσακισμένες κουβέντες που σκορπίζουνε σαν τις φυσαλίδες που φυσάνε τα παιδάκια μέσα στο στρογγυλό σύρμα και τις παίρνει το αεράκι και τις ταξιδεύει εδώ κι εκεί, μέχρι να σπάσουνε, να χαθούνε στην ανυπαρξία και στο τίποτα, έτσι ακριβώς όπως κυλάνε και τελειώνουνε οι ζωές μας, χωρίς βαθύτερο λόγο και οι γέροι στέκουνε και παρακολουθούνε πίσω από τις μισόκλειστες γρίλιες, χαζεμένοι από την αρτηριοσκλήρωση και την άνοια με μια μόνιμη απορία για τη ζωή που τελειώνει. Κάπου στον πρώτο όροφο ένας γείτονας ακούει κάθε μεσημέρι τις ίδιες πάντα όπερες του Βέρντι, Αΐντα και Ριγολέτο. Στο απέναντι διαγώνια διαμέρισμα μια νέα γυναίκα ζούσε πριν από λίγο καιρό με το μωρό της. Την έβλεπα όταν το κοίμιζε, του άλλαζε πάνες, το έπαιρνε αγκαλιά κι έβγαινε στο μπαλκόνι νανουρίζοντάς το. Κάποια μέρα βγήκε με το μωρό κι έμεινε στο μπαλκόνι ακίνητη για ώρες κι όταν κάποιοι γείτονες της φώναξαν, «έ, τι στέκεις εκεί;» εκείνη δεν αντέδρασε μόνο κοίταζε κάτω, στα [...]... τελωνείο, η Καμάρα, η Εγνατία οδός, οι μουσικές από τα μπαράκια, οι αίλουροι Ο Μαξ με περιμένει στη σκάλα, φτιάχνει καφέ ενώ μιλάει στο τηλέφωνο και κανονίζει να πάμε το ίδιο βράδυ σε δυο αδερφές - η Μάνια και την Ξένι - στην Αλεξάνδρεια, να γαμηθούμε Μια μικρή δίπλα του στο πάτωμα, κουλουριασμένη από το κρύο σαν κεραμιδόγατα, ρίχνει πασιέντζες Ο Μαξ τρέχει στο μέσα δωμάτιο, στον καφέ που χύνεται, η μικρή... τις μέρες και τις νύχτες τους μέσ' στη σπηλιά Γυμνοί, καθισμένοι ανακούρκουδα στο έδαφος, στο φως ενός φακού Το γυμνό κορμί του Γλυκαμάν, ένας βράχος δίπλα στους μεγάλους βράχους, η γυναίκα - ς την πούμε Αννούλ - λυγερή, τρυφερή σφίγγει τα διπλωμένα πόδια της με τα χέρια Εκείνος την κοιτάζει βαθιά στα μάτια όση ώρα εκείνη μιλάει Πότε πότε στρίβει ένα τσιγάρο, το ανάβει, τραβάει μια δυο ρουφηξιές κι... ερεθισμένες από τ' αλκοόλια και τη νύχτα που ρουφήξανε στο ίδιο ποτήρι Ο Δον Μπούφη πνιγότανε από τη βαρεμάρα της επανάληψης, κάτι είπε για να έρθει μαζί Εγώ κοίταζα τη φίλη που κατάπινε τα Ντραξέν δυ - υο με βότκα Βγήκαμε στην παγωνιά του δρόμου και ο Μαξ ούρλιαξε: «ΟΛΟΥΡΜΟ» Κάποια πανκιά που κρατάγανε λοστούς και κατεβάζανε τη βιτρίνα του Ηχοδρόμιου φοβηθήκανε και το βάλανε στα πόδια Η Προξένου Κορομηλά... το παντελόνι του, ρίχνει νερό στα μαλλιά του για να τα στρώσει και προχωράει με ζαλισμένα βήματα στην ανηφόρα Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου βρήκανε το ζωγράφο με τη βάρκα του στη μέση του κόλπου Το πα - ατ της μηχανής γεμίζει το χώρο Παρακολουθεί για λίγο την κοπέλα που στέκει ακίνητη πάνω στο μαύρο βράχο κοιτάζοντας τις ξέρες Στο βάθος της παραλίας μια κουκίδα, το αγόρι που φτιάχνει τα σκυλόψαρα Γελάει . μπροστά στην προβλήτα, στα μεγάλα νεοκλασικά κτίρια, το Λιμεναρχείο - ο σήμα που 'χει έρθει μιλάει για δεκαέξι αγνοούμενους - δίπλα το Τελωνείο, με πεσμένους τους σοβάδες, ξεβαμμένα παράθυρα,. δέλτα του ποταμού, χτισμένες κάτω και γύρω από το μεσαιωνικό κάστρο του Διδυμότειχου οι κατοικίε - πηλιές με τα πολύχρωμα ασβεστωμένα ντουβάρια, τα παιδάκια των μουσουλμάνων με τα μεγάλα μάτια. σύγκρουση, το μοιρολόι των ανθρώπων στη θέαση του επέκεινα, τα μάτια του νεκρού κλειστά σαν να κοιμάται - τίποτα δε μαρτυράει ότι εκείνος ο άνθρωπος βρίσκεται αλλού. Ο αμανές λάγνος, θείος, ερωτικός.

Ngày đăng: 12/05/2014, 20:48

TỪ KHÓA LIÊN QUAN