1. Trang chủ
  2. » Ngoại Ngữ

e dialektike tou istorikou protses - biktor alexegiebits bazioulin

53 400 0

Đang tải... (xem toàn văn)

Tài liệu hạn chế xem trước, để xem đầy đủ mời bạn chọn Tải xuống

THÔNG TIN TÀI LIỆU

Thông tin cơ bản

Định dạng
Số trang 53
Dung lượng 384,08 KB

Nội dung

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΠΡΟΤΣΕΣ ΚΑΙ Η ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ, ΑΘΗΝΑ, 1988 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ: ΕΙΣΑΓΩΓΗ. ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ Η ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΑΝ «ΟΡΓΑΝΙΚΟ ΟΛΟ» Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ ΕΙΣΑΓΩΓΗ. ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ Η εποχή μας είναι εποχή μεγάλων κοινωνικών αλλαγών. Η επαναστατική μετάβαση διαφόρων χωρών από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, η επιστημονικοτεχνική επανάσταση, η οποία πραγματοποιείται στις μέρες μας, η επιτακτική ανάγκη της προστασίας του περιβάλλοντος κ.ά. επιβάλλουν ακριβέστερη και βαθύτερη πρόβλεψη της εξέλιξης της κοινωνικής ζωής, ενώ προϋποθέτουν την παραπέρα ανάπτυξη της μαρξιστικολενινιστικής θεωρίας. Ο ιστορικός υλισμός μας προσφέρει τις γενικές μεθοδολογικές κατευθύνσεις για τη διερεύνηση της δραστηριότητας των εργαζομένων με την ιδιότητα των συνειδητών δημιουργών της ιστορίας. Σ' αυτά τα πλαίσια, δύο είναι οι βασικότερες πλευρές εξέτασης του προτσές εξέλιξης της κοινωνίας. Ποιες είναι όμως αυτές οι πλευρές; Πρόκειται, από τη μια, για την εξέταση της ζωής στην κοινωνία μέσα από το πρίσμα της θεωρίας των κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών. Στην κατεύθυνση αυτή εμφανίστηκαν αρκετές εργασίες σοβιετικών ερευνητών, συμπεριλαμβανόμενων κι εκείνων που δημοσιεύτηκαν τα τελευταία χρόνια[1]. Στη μελέτη ωστόσο της μεθοδολογίας των τύπων της κοινωνικής εξέλιξης - που είναι και η δεύτερη πλευρά εξέτασης της - αποδίδεται πολύ λιγότερη προσοχή. Σ' αυτή τη δεύτερη πλευρά περιέχεται πρώτα απ' όλα η διαίρεση της ιστορίας της ανθρωπότητας - όπως διατυπώθηκε από τους κλασικούς τοου μαρξισμού - λενινισμού - σε προϊστορία καν πραγματτική ιστορία, η οποία αρχίζει με τη Μεγάλη Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση. Σύμφωνα μ' αυτή τη διαίρεση, ο κομμουνισμός δεν παρουσιάζεται μόνο σαν ένας ιδιαίτερος κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός, αλλά σαν η πραγματική ιστορία, σαν ένας νέος τύπος ιστορικής εξέλιξης της ανθρωπότητας, σε σύγκριση με ολόκληρη την προγενέστερη ιστορία της. Γιατί όμως μέχρι σήμερα οι κύριες προσπάθειες στρέφονταν και εξακολουθούν να στρέφονται γύρω από την επεξεργασία της θεωρίας των κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών, ενώ το ζήτημα των τύπων της κοινωνικής εξέλιξης εξεταζόταν και εξετάζεται σε δεύτερο πλάνο; Διότι, προφανώς, το ίδιο το περιεχόμενο της σημερινής εποχής επέβαλε καν επιβάλλει την ανάδειξη του ζητήματος των κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών σε πρώτο πλάνο. Στο μέλλον, ωστόσο, η ίδια η ιστορική πορεία θα αναδείξει σε πρώτο πλάνο την ανάγκη μελέτης του ζητήματος των τύπων της κοινωνικής εξέλιξης, της διαδοχικότητάς τους, της αλληλοσύνδεσής τους, της εσωτερικής διάρθρωσης τους κλπ. Το ζήτημα των τύπων της κοινωνικής εξέλιξης, εκτός των άλλων, έχει ουσιαστική σημασία και για την κατανόηση της σημερινής εποχής, τόσο γιατί στηρίζεται σε μια ορισμένη τάση της σύγχρονης εξέλιξης, όσο και επειδή η αξιολόγηση των προοπτικών ανάπτυξης επιδρά στην κατανόηση και την πρακτική του σύγχρονου κοινωνικού γίγνεσθαι. θα μπορούσε όμως να διατυπωθεί το ερώτημα· γιατί σήμερα το κύριο περιεχόμενο της σύγχρονης εποχής εστιάζει την προσοχή μας περισσότερο στο ζήτημα των κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών και για ποιο λόγο η ανάδειξη του ζητήματος των τύπων της κοινωνικοοικονομική ς εξέλιξης σε πρώτο πλάνο είναι σημαντική για την κατανόηση του μέλλοντος; Το βασικό περιεχόμενο της εποχής μας είναι η επαναστατική πάλη του σοσιαλισμού με τον καπιταλισμό. Ο καπιταλισμός όμως αποτελεί έναν ιδιαίτερο κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό και, συνεπώς, από την άποψη αυτή, η μετάβαση στη νέα κοινωνία αποτελεί κατά κύριο λόγο μετάβαση από έναν κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό σ' έναν άλλο. Το σημείο αυτό έχει ουσιαστική σημασία για τη θεωρία της κοινωνικής εξέλιξης. Όταν όμως η οικοδόμηση του κομμουνισμού (πρωταρχικά της πρώτης φάσης του, του σοσιαλισμού) περάσει σε παγκόσμια κλίμακα σε πρώτο πλάνο, τότε, στην περίπτωση αυτή, θα αποκαλυφθεί η βαρύτητα της κατανόησης του γεγονότος ότι ο κομμουνισμός αποτελεί την πραγματική ιστορία της ανθρωπότητας σε σχέση με ολόκληρη την προγενέστερη ιστορία της, δηλαδή, η βαρύτητα του ζητήματος των τύπων της κοινωνικής εξέλιξης. Η μετάβαση στον κομμουνισμό δεν σημαίνει μόνο κατάργηση του καπιταλισμού, εξαφάνιση των χαρακτηριστικών του γνωρισμάτων, τα οποία τον προσδιορίζουν σαν έναν ιδιαίτερο κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό, αλλά σημαίνει ταυτόχρονα και ριζικό μετασχηματισμό όλων των κοινωνικών σχέσεων οι οποίες εμφανίστηκαν πριν από τον κομμουνισμό. Η μετάβαση στον κομμουνισμό είναι ένα προτσές πιο βαθύ απ' ό,τι είναι η κατάργηση του καπιταλισμού. Όταν θα τεθεί στην πράξη το πρόβλημα της μετάβασης στον κομμουνισμό, οι κοινωνικοί μετασχηματισμοί θα πραγματοποιούνται βαθύτερα, ουσιαστικότερα, σε σύγκριση με την περίοδο που σε πρώτο πλάνο πρόβαλε το πρόβλημα της κατάργησης, της άρνησης του καπιταλισμού. Συνεπώς, η πραγματοποίηση της μετάβασης από το σοσιαισμό στον κομμουνισμό σε παγκόσμια κλίμακα θα αναδείξει (και ήδη αναδεικνύει) την αναγκαιότητα της παραπέρα επεξεργασίας της θεωρίας και ιστορίας της κοινωνίας, ενώ δυναμώνει η ανάγκη βαθύτερης κατανόησης του ιστορικού προτσές από τα πλατιά στρώματα των εργαζομένων, τους δραστήριους μαχητές για μια νέα κοινωνία. Ένα από τα σημαντικότερα μεθοδολογικά προβλήματα στην κατεύθυνση αυτή είναι η κατανόηση της κοινωνίας σαν σύστημα. Ήδη στα πλαίσια του καπιταλισμού, η ανάπτυξη της βαριάς βιομηχανίας προσδιορίζει και έναν συνολικό τρόπο έρευνας της κοινωνίας. Διότι, η βαριά βιομηχανία «γέννησε την παγκόσμια ιστορία για πρώτη φορά,, μια που έκανε όλα τα πολιτισμένα έθνη και καθένα άτομο μέσα σ' αυτά, να εξαρτιέται για την ικανοποίηση των αναγκών του από ολόκληρο τον κόσμο, καταστρέφοντας έτσι τη μέχρι τότε αποκλειστικότητα των ξεχωριστών εθνών»[2]. Η δημιουργία του συστήματος της παγκόσμιας οικονομίας και ολόκληρης της ιστορίας συνολικά πραγματοποιείται στις συνθήκες του καπιταλισμού σαν αποτέλεσμα της πάλης αντίθετων τάσεων: από τη μια, της τάσης για διαμόρφωση ενιαίας παγκόσμιας οικονομίας, η οποία απορρέει από τον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και από την άλλη, της τάσης για απομόνωση των διαφόρων χωρών, των διαφόρων τμημάτων, σφαιρών κλπ., της παγκόσμιας οικονομίας, τάση που έχει τις ρίζες της στην ύπαρξη ιδιωτικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Με την εγκαθίδρυση της κοινωνικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής σε μία ή σε μερικές μόνο χώρες, η οικονομία και ολόκληρη η κοινωνία σαν ένα καθορισμένο σύστημα φτάνουν σε ένα ποιοτικά ανώτερο επίπεδο. Για πρώτη φορά, η σχεδιασμένη ανάπτυξη της κοινωνίας συνολικά αποδεικνύεται εφικτή μόνο στη νέα σοσιαλιστική και κομμουνιστική κοινωνία. Αυτή όμως η συνειδητή ανάπτυξη της κοινωνίας καθώς και η ίδια η διεύθυνση αυτής της ανάπτυξης προϋποθέτει τη γνώση όλων των πλευρών, όλων των τομέων της ζωής της κοινωνίας, της αλληλοσύνδεσης και αλληλεπίδρασης τους, προϋποθέτει, δηλαδή, τη γνώση της κοινωνίας σαν ενιαίο σύστημα. Ταυτόχρονα αυξάνει πολύ έντονα και η ανάγκη μιας βαθύτερης κατανόησης ολόκληρης της ιστορίας της ανθρωπότητας, διότι ο κομμουνισμός είναι αποτέλεσμα της ανάπτυξης ολόκληρης της προηγούμενης ιστορίας. Όμως το αποτέλεσμα μπορεί να γίνει κατανοητό πλήρως μόνο σε συνάρτηση με τη διαδικασία, η οποία οδήγησε σ' αυτό το αποτέλεσμα. Κατά την οικοδόμηση του κομμουνισμού, η παραπέρα μελέτη της ιστορίας της ανθρωπότητας έχει βαρύνουσα σημασία τόσο από θεωρητική όσο και από πρακτική άποψη, διότι η οικοδόμηση του κομμουνισμού προϋποθέτει την πλήρη ανασυγκρότηση, όχι μόνο εκείνων των σχέσεων που έχουν τις ρίζες τους στην καπιταλιστική κοινωνία, αλλά και των παραδόσεων, των συνηθειών κλπ. που έχουν την προέλευση τους στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες. Κατ' αυτό τον τρόπο, όταν στις συνθήκες της παγκόσμιας κοινωνικής εξέλιξης προβάλλονται σε πρώτο πλάνο τα προβλήματα που αφορούν την οικοδόμηση της νέας κοινωνίας, τότε, στον τομέα της θεωρίας, το κέντρο βάρους μετατοπίζεται στη μελέτη του κομμουνισμού σαν πραγματικής ιστορίας της ανθρωπότητας σε σύγκριση μ' ολόκληρη την προηγούμενη ιστορία, στη διερεύνηση των τύπων της κοινωνικής εξέλιξης, στην εξέταση της κοινωνίας σαν ολότητας, σαν συστήματος. Πρέπει δε να σημειώσουμε εδώ ότι το ζήτημα της κοινωνίας σαν συστήματος και το ζήτημα των τύπων της κοινωνικής εξέλιξης είναι εσωτερικά αλληλένδετα. Διότι, στην πρώτη περίπτωση, πρόκειται, κατά κύριο λόγο, για τη λειτουργία της κοινωνίας σαν ενότητας όλων των πλευρών, τομέων της κλπ., ενώ στη δεύτερη περίπτωση, πρόκειται για την ιστορική εξέλιξη της κοινωνίας σαν συστήματος, σαν ολότητας. Η έρευνα της ανάπτυξης της κοινωνίας σαν συστήματος είναι αδύνατο να πραγματοποιηθεί χωρίς την εφαρμογή της μεθοδολογικής παράδοσης των έργων των κλασικών του μαρξισμού - λενινισμού και, πρώτα και κύρια, χωρίς την εφαρμογή της μεθόδου που διατύπωσε ο Κ. Μαρξ στο Κεφάλαιο. Στο Κεφάλαιο, για πρώτη φορά στην ιστορία, το γνωστικό αντικείμενο μιας ενιαίας επιστήμης (της πολιτικής οικονομίας του καπιταλισμού) διερευνήθηκε και απεικονίστηκε σαν ένα αναπτυσσόμενο σύστημα με βάση τη διαλεκτικοϋλιστική μέθοδο. Η μαρξική πολιτικοοικονομική ανάλυση εξακολουθεί να αποτελεί ένα ανεπανάληπτο πρότυπο μιας συνεπούς, συνολικής και λεπτομερειακής απεικόνισης του γνωστικού αντικειμένου σαν αναπτυσσόμενου συστήματος. Γι' αυτόν το λόγο, η χρησιμοποίηση της μεθόδου του Κ. Μαρξ που διατυπώθηκε στο Κεφάλαιο έχει μια εντελώς εξαιρετική σημασία για τη μελέτη της θεωρίας και της ιστορίας της κοινωνίας. Η μέθοδος που εφαρμόζει ο Κ. Μαρξ στο Κεφάλαιο αποτελεί τη μοναδικά δυνατή επιστημονική μέθοδο μιας ολοκληρωμένης απεικόνισης της εξέλιξης της κοινωνίας. Όμως η μέθοδος, η λογική του Κεφαλαίου δεν βρίσκονται έτοιμες στην επιφάνεια του. Χρειάζεται μια ειδική έρευνα η οποία σκοπό θα έχει το διαχωρισμό της μεθόδου του Κεφαλαίου από την ύλη της πολιτικής οικονομίας, καθώς επίσης και την ειδική της διατύπωση. Το πρόβλημα της διάκρισης της Λογικής του Κεφαλαίου (της Λογικής με κεφαλαίο, δηλαδή της λογικής στην καθολική της μορφή) τέθηκε από τον Β. Ι. Λένιν. Στην κατεύθυνση αυτή, οι σοβιετικοί μελετητές ανάπτυξαν ένα πολύ αξιοσημείωτο και πλούσιο έργο για την εκπλήρωση αυτής της λενινιστικής υπόδειξης. Προχωρώντας στην ανάλυση μας θα προσπαθήσουμε να δείξουμε τα αποτελέσματα αυτών των ερευνών καθώς επίσης και τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να χρησιμοποιηθούν στον τομέα της διερεύνησης της θεωρίας και ιστορίας της κοινωνίας. [1] Βλ. π.χ.: Λ. Αντρέγεφ, Γ. Μ. Μποροντάι, Β. Ζ. Κέλε, Ε. Γκ. Πλιμάκ, Ε. Ν. Ζούκοφ, Ε. Ν. Λισμάνκιν κ.ά. [2] Κ. Μαρξ, Φ. Ένγκελς, Η γερμανική ιδεολογία, εκδ. «Gutenberg», τόμ. 1, σελ. 110. Η ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Το Κεφάλαιο του Κ. Μαρξ, το μεγαλειώδες αυτό έργο του μαρξισμού - λενινισμού, αποτελεί πρότυπο έρευνας της κοινωνίας σε μια συγκεκριμένη ιστορική βαθμίδα ανάπτυξης της. Στο Κεφάλαιο δεν αποκαλύπτονται μόνο, με έναν μεγαλοφυή τρόπο, οι οικονομικές σχέσεις του καπιταλιστικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού, αλλά περιέχεται ενσωματωμένα στην ύλη της πολιτικής οικονομίας η πιο βαθιά θεμελίωση της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας και η πιο συστηματική ανάπτυξη της υλιστικής, διαλεκτικής λογικής. Ο Λένιν τόνιζε ότι, «τώρα, ύστερα από την εμφάνιση του Κεφαλαίου, η υλιστική αντίληψη της ιστορίας δεν είναι πια υπόθεση, αλλά επιστημονικά αποδειγμένη θέση»[3]. Ο δε Ένγκελς έγραφε σχετικά μ' αυτό: «Την επεξεργασία της μεθόδου, η οποία βρίσκεται στη βάση της μαρξιστικής κριτικής της πολιτικής οικονομίας, τη θεωρούμε ότι αποτελεί ένα τέτοιο αποτέλεσμα, η σημασία του οποίου σε τίποτα δεν υπολείπεται της βασικής υλιστικής αντίληψης.»[4] Για να καταλάβουμε τι εννοεί εδώ ο Ένγκελς σε σχέση με τη μέθοδο την οποία επεξεργάστηκε ο Μαρξ, πρέπει να προσέξουμε μία ακόμα σκέψη του στην ίδια αυτή εργασία του: «Σ' ένα τέτοιο έργο σαν κι αυτό που έχουμε μπροστά μας δε μπορεί ούτε λόγος να γίνει για μια απλή κριτική επιμέρους, αποσπασματικών θέσεων της πολιτικής οικονομίας, για ξεκομμένη εξέταση διαφόρων επίμαχων οικονομικών ζητημάτων. Αντίθετα, αυτό το έργο ευθύς εξαρχής έχει δομηθεί πάνω στη συστηματική σύλληψη ολόκληρου του συνόλου των οικονομικών επιστημών και στη συνδυασμένη ανάπτυξη των νόμων της καπιταλιστικής παραγωγής και ανταλλαγής. Επειδή δε συμβαίνει οι οικονομολόγοι να μην είναι τίποτε άλλο παρά ερμηνευτές και απολογητές αυτών των νόμων, η ανάπτυξη αυτή είναι ταυτόχρονα και κριτική ολόκληρης της οικονομικής φιλολογίας. »Από τότε που πέθανε ο Χέγκελ είναι αμφίβολο αν έγινε έστω και μία προσπάθεια ανάπτυξης κάποιας επιστήμης στη δική της, εσωτερική σχέση»[5]. Αντικείμενο επιστημονικής έρευνας στο Κεφάλαιο είναι ο καπιταλιστικός κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός σαν «οργανικό όλο» (Μαρξ). Τι είναι όμως το οργανικό όλο; Το οργανικό όλο είναι ένα τέτοιο όλο το οποίο χαρακτηρίζεται κύρια από εσωτερική αλληλοσύνδεση, εσωτερική αλληλεπίδραση των πλευρών του. Αν αυτό το όλο αποσυντεθεί στα συστατικά από τα οποία απαρτίζεται, εξαφανίζεται η ίδια η ουσία του. Αν, για παράδειγμα, προσπαθήσουμε να αποσυνθέσουμε κάποιο ζωντανό οργανισμό στα συστατικά του στοιχεία, τμήματα, κ.ά., θα καταστρέφαμε στην περίπτωση αυτή την ίδια τη ζωή. Ο τρόπος προσέγγισης του καπιταλιστικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού σαν οργανικού όλου, τον οποίο εφαρμόζει ο Μαρξ, διαφέρει ριζικά από τον αντίστοιχο τρόπο προσέγγισης των αστών οικονομολόγων. Πριν από τον Μαρξ, οι οικονομολόγοι φαντάζονταν την κοινωνία βασικά σαν ένα άθροισμα απομονωμένων μεταξύ τους ατόμων, σαν ένα τέτοιο όλο, τα στοιχεία του οποίου συνδέονται μεταξύ τους, κύρια εξωτερικά. Το στοιχείο (τμήμα κ.ά.) ενός τέτοιου όλου παρμένο χωριστά απ' όλα τ' άλλα στοιχεία διατηρεί, σε γενικές γραμμές, την ιδιαιτερότητα του. Η αντίληψη της αστικής πολιτικής οικονομίας για τον μεμονωμένο άνθρωπο, ή όπως θα λέγαμε για τη «Ροβινσονάδα», διαμορφώθηκε πάνω στη βάση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, η οποία αποξενώνει τους ανθρώπους μεταξύ τους. Οι άνθρωποι, κάτω από την κυριαρχία των σχέσεων της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, αντιλαμβάνονται το συνάνθρωπο τους σαν ένα απομονωμένο «άτομο», τη δε κοινωνία σαν ένα μηχανιστικό άθροισμα τέτοιων ατόμων. Ο Μαρξ, προασπίζοντας πρακτικά και θεωρητικά τα συμφέροντα της τάξης η οποία καλείται από την ίδια την αντικειμενική πορεία της ιστορίας να τεθεί επικεφαλής στον αγώνα για κοινωνική ιδιοκτησία, έδωσε θάρρος στον τομέα της μεθοδολογίας, στα ζητήματα της εσωτερικής συνάφειας και εσωτερικής αλληλεπίδρασης. Αυτό επέτρεψε στον Μαρξ να μπορέσει κατά την ανάλυση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας να εξηγήσει τη ζωή στην κοινωνία και να συλλάβει την ιδιωτική ιδιοκτησία σαν κοινωνική σχέση. Βέβαια, πριν από τον Μαρξ, ο Χέγκελ είχε ήδη μελετήσει το γνωστικό αντικείμενο σαν οργανικό όλο. Όμως η μαρξική άποψη διαφέρει ριζικά επίσης και από τη χεγκελιανή άποψη για το οργανικό όλο. Στον Χέγκελ, το οργανικό όλο εμφανίζεται ουσιαστικά σαν αποκλειστικά πνευματικό προϊόν, δηλαδή, ο Χέγκελ θεωρούσε ότι το οργανικό όλο δεν υπάρχει στην αντικειμενική πραγματικότητα ανεξάρτητα από τη νόηση. Η αντίληψη, η σκέψη για το οργανικό όλο κατανοούνταν στην ουσία σαν ξεκομμένες από αυτή την πραγματικότητα. Συνεπώς, στην περίπτωση αυτή, αποκόβονται οι δεσμοί με τη βάση πάνω στην οποία και από την οποία αναπτύσσεται η αντίληψη για το πραγματικό οργανικό όλο. Είναι δε ευνόητο ότι, κατ' αυτή την έννοια, η σκέψη για το οργανικό όλο (η οποία ταυτίζεται με αυτό το ίδιο το πραγματικό οργανικό όλο) παρουσιάζεται ουσιαστικά αμετάβλητη, όπως διαμορφώθηκε αυτή, οριστικά πλέον, στην αντίληψη του συγκεκριμένου στοχαστή. Η χεγκελιανή μεθοδολογία εκφράζει την προσπάθεια ενός μεγάλου στοχαστή να ξεπεράσει την αποξένωση που υπάρχει ανάμεσα στους ανθρώπους. Ωστόσο, μια τέτοια προσπάθεια έγινε στη βάση της διατήρησης της υπάρχουσας ανταγωνιστικής κοινωνίας και γι' αυτό, κατ' ανάγκη, ο μοναδικός τρόπος υπερνίκησης της αποξένωσης ήταν η υπέρβαση της στη σφαίρα της σκέψης, της αντίληψης, δηλαδή, έξω από την πραγματική υπερνίκηση των κοινωνικών ανταγωνισμών. Ο Μαρξ, εκφράζοντας τις ιδέες της συνεπούς επαναστατικής τάξης, η οποία ηγείται του αγώνα όλων των εργαζομένων ενάντια στην εκμετάλλευση, για την κατάργηση της παλιάς, ανταγωνιστικής κοινωνίας, διέκρινε αυστηρά στον τομέα της μεθοδολογίας το πραγματικό οργανικό όλο από την απεικόνιση του στη νόηση και εξέταζε με συνέπεια το οργανικό όλο στο προτσές της εξέλιξης του.< Κατ' αυτόν τον τρόπο, η υλιστικοδιαλεκτική προσέγγιση του Μαρξ είναι εσωτερικά ενιαία με μια πολιτική τοποθέτηση, η οποία καθορίζεται πρακτικά με αυστηρότητα. Η σωστή πρακτικά πολιτική τοποθέτηση αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την επεξεργασία μιας αληθινής μεθοδολογίας. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι μια σωστή πρακτικά πολιτική τοποθέτηση δε γεννά αυτόματα και από μόνη της τη σωστή μεθοδολογία. Η θεωρητική απεικόνιση του πραγματικά υπάρχοντος οργανικού όλου είναι πολύ σύνθετη και πραγματοποιείται μέσα από μια διαδικασία ανάπτυξης αντιφάσεων. Ποια είναι όμως τα μέσα, οι τρόποι απεικόνισης του οργανικού όλου στη διαδικασία της ανάπτυξης του; Κατ' αρχήν θα τα χαρακτηρίσουμε μόνο ονομαστικά. Το οργανικό όλο, στη διαδικασία της ανάπτυξης του, απεικονίζεται (αναφερόμαστε στην πιο γενική περίπτωση) με τη βοήθεια της μεθόδου ανέλιξης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, καθώς και σε συνάρτηση με την αρχή της ενότητας λογικής και ιστορικής εξέτασης. Σύμφωνα με την άποψη που υποστηρίζουμε εμείς, ο μηχανισμός ανέλιξης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο αποτελείται από τις αμοιβαία συσχετιζόμενες κατηγορίες της επιφάνειας, της ουσίας, του φαινομένου και της πραγματικότητας[6]. Από πού αρχίζει η απεικόνιση του οργανικού όλου; Πρώτα απ' όλα, απαραίτητη προϋπόθεση απεικόνισης του οργανικού όλου είναι η πραγματική του ύπαρξη. Το πραγματικά υπάρχον οργανικό όλο μπορεί να οριστεί με τον όρο «πραγματικό συγκεκριμένο». Το πραγματικά υπάρχον οργανικό όλο αρχικά απεικονίζεται αισθητηριακά, στη ζωντανή εποπτεία, γίνεται αντιληπτό, κατά κύριο λόγο, άμεσα, εξωτερικά. Οι πλευρές του αντικειμένου που προσάγονται στο οπτικό πεδίο γίνονται αντιληπτές, κατά κύριο λόγο, σαν ασύνδετες πλευρές. Στη φάση αυτή δεν υπάρχει μια, κατά κάποιο τρόπο, ολοκληρωμένη αντίληψη για το αντικείμενο αυτό. Εδώ υπερτερεί η γνωριμία με τις επιμέρους πλευρές του και η αποσπασματική τους μελέτη, δηλαδή, στη φάση αυτή υπερτερεί η ανάλυση. Όμως, ταυτόχρονα μ' αυτό, θα 'ταν λάθος να ισχυριστούμε ότι σ' αυτή τη φάση παρατηρείται η πρόσληψη και μελέτη των επιμέρους πλευρών του αντικειμένου και μόνο. Ευθύς εξαρχής, η προσοχή του ανθρώπου στρέφεται προς το συγκεκριμένο οργανικό όλο, ωθούμενη από κάποια ζωτική ανάγκη. Για παράδειγμα, η έρευνα των αστών οικονομολόγων υποκινούνταν από την ανάγκη αύξησης του πλούτου της αστικής κοινωνίας. Η τάση να συνειδητοποιήσουμε την ανάγκη και τα μέσα ικανοποίησης της γεννά την εικασία για το αντικείμενο συνολικά, σκιαγραφεί, αρχικά κατά προσέγγιση, τα όρια του αντικειμένου που μας ενδιαφέρει. Αυτή η εικασία, η οποία αποτελεί ταυτόχρονα και την πρωταρχική μας αντίληψη για το αντικείμενο που μελετάμε, κατευθύνει και την ανάλυση. Η ανάλυση, γενικά και συνολικά, μέσα από τυχαίες παρεκκλίσεις αρχίζει από την εξέταση των πιο σύνθετων πλευρών του αντικειμένου και κατευθύνεται προς τις απλούστερες πλευρές του, μέχρι τη στιγμή που θα αναδειχθεί η πιο απλή πλευρά του δοσμένου οργανικού όλου. Πρέπει δε να γνωρίζουμε πως, αν και το οργανικό όλο είναι δοσμένο εκ των πραγμάτων, εντούτοις συνειδητοποιούμε και αντιλαμβανόμαστε προς το παρόν ορισμένες μόνο, επιμέρους, πλευρές του αντικειμένου. Να πώς περιγράφει, για παράδειγμα, ο Μαρξ την πορεία της αστικής πολιτικής οικονομίας από τον καιρό της εμφάνισης της: «Όταν εξετάζουμε κάποια συγκεκριμένη χώρα, σύμφωνα με την άποψη της πολιτικής οικονομίας, αρχίζουμε από τον πληθυσμό της, από τη διαίρεση της σε τάξεις, από την κατανομή του πληθυσμού στα αστικά κέντρα, στην ύπαιθρο και στις παραθαλάσσιες ζώνες, στους διάφορους κλάδους της παραγωγής, αρχίζουμε από τις εξαγωγές και εισαγωγές, την ετήσια παραγωγή και κατανάλωση, από τις τιμές των εμπορευμάτων κ.ά. «Φαίνεται σωστό να αρχίσει κανείς από το πραγματικό και το συγκεκριμένο, από τις πραγματικές προϋποθέσεις, συνεπώς, στην περίπτωση της πολιτικής οικονομίας, από τον πληθυσμό, ο οποίος αποτελεί τη βάση και το υποκείμενο ολόκληρης της κοινωνικής διαδικασίας της παραγωγής. Ωστόσο, ύστερα από μια προσεκτική εξέταση αποδεικνύεται ότι αυτό είναι λάθος. Ο πληθυσμός αποτελεί μια αφαίρεση, εφόσον δεν συνυπολογίζονται, για παράδειγμα, οι τάξεις, από τις οποίες αποτελείται. Με τη σειρά τους πάλι, οι τάξεις αυτές στερούνται κάθε νοήματος αν δε γνωρίζω τις βάσεις, πάνω στις οποίες στηρίζονται, για παράδειγμα τη μισθωτή εργασία, το κεφάλαιο κλπ. Στη συνέχεια, αυτές πάλι οι βάσεις προϋποθέτουν την ανταλλαγή, τον καταμερισμό εργασίας, τις τιμές, κλπ. Κατ' αυτό τον τρόπο, αν άρχιζα την εξέταση μου από τον πληθυσμό, αυτό θα με οδηγούσε σε μια χαοτική αντίληψη για το όλο· θα μπορούσα δε, σε μια τέτοια περίπτωση, να προσεγγίσω τις απλούστερες έννοιες μόνο με τη βοήθεια λεπτομερέστερων ορισμών, δηλαδή από το συγκεκριμένο, όπως δίνεται μέσω της αντίληψης, προς απλούστερες αφαιρέσεις, ώσπου τελικά θα κατέληγα σε απλούστερους ορισμούς. Από το σημείο αυτό θα 'πρεπε να ακολουθήσω αντίστροφη πορεία μέχρι να φτάσω και πάλι στον πληθυσμό· όμως αυτή τη φορά δεν θα τον προσέγγιζα με την έννοια της χαοτικής αντίληψης για το όλο, αλλά σαν κάποιο πλούσιο σύνολο πολυάριθμων ορισμών και σχέσεων».[7] Συνεπώς, η γνώση του οργανικού όλου, αρχικά, έχει σαν αφετηρία της τη χαοτική αντίληψη για το όλο, δηλαδή, το συγκεκριμένο, όπως δίνεται άμεσα στην αντίληψη, στη ζωντανή εποπτεία, και στη συνέχεια, κινείται προς τους πιο απλούς ορισμούς του, μέχρις ότου οριστεί τελικά η απλούστερη πλευρά (σχέση, κ.ά.) του οργανικού όλου. Στην πορεία αυτής της διαδικασίας υπερτερεί η ανάλυση. Όμως εδώ κιόλας η κίνηση της γνώσης είναι αντιφατική, διότι η ανάλυση πραγματοποιείται ενιαία, μαζί με τη σύνθεση. Η ύπαρξη μιας κοινωνικής ανάγκης που μας ωθεί να γνωρίσουμε το συγκεκριμένο αντικείμενο, η εικασία μας γι' αυτό το ίδιο κατευθύνει τη γνώση και επιβάλλει να ερευνήσουμε τις σχέσεις ανάμεσα στις πλευρές που αναλύονται. Όμως, συνολικά, αρχικά στη φάση αυτή, υπερτερεί η διαδικασία της ανάλυσης. Αυτή η κίνηση της γνώσης αποτελεί την πραγματική πρωταρχική της πορεία. Η συνειδητοποίηση όμως αυτής της πορείας μπορεί να είναι μονόπλευρη, δηλαδή η υπεροχή της ανάλυσης μπορεί να επισκιάσει πλευρές της σύνθεσης που υπάρχουν σ' αυτή τη διαδικασία της γνώσης· στην προκειμένη περίπτωση, το πρωταρχικό στάδιο της γνώσης του οργανικού όλου εμφανίζεται αποκλειστικά σαν αναλυτικό. Αυτή η μονομέρεια στη μεθοδολογία εξέτασης τοου οργανικού όλου αποτέλεσε το χαρακτηριστικό γνώρισμα των κλασικών θεωρητικών της αστικής πολιτικής οικονομίας[8]. Ποιο είναι όμως το τελικό σημείο αυτής της κίνησης της γνώσης από τη χαοτική αντίληψη για το οργανικό όλο; Αυτό το τελικό σημείο δεν είναι άλλο από τον καθορισμό της απλούστερης πλευράς, της απλούστερης σχέσης αυτού του οργανικού όλου. Όταν αναφερόμαστε στην απλούστερη πλευρά (σχέση) στην παραπάνω πορεία της γνώσης του οργανικού όλου, εννοούμε το όριο διαίρεσης αυτού του οργανικού όλου, έξω από τα πλαίσια του οποίου παύει να υφίσταται το δοσμένο αντικείμενο. Ας πάρουμε, για παράδειγμα, την πιο απλή σχέση της καπιταλιστικής οικονομίας, το εμπόρευμα. Είναι γνωστό ότι το εμπόρευμα έχει αξία χρήσης και αξία. Η αξία δεν είναι δυνατό να κατανοηθεί αν δεν κατανοηθεί η αξία χρήσης. Όμως την αξία χρήσης δεν επιτρέπεται να τη θεωρήσουμε ως την απλούστερη σχέση, στην περίπτωση που εξετάζουμε την οικονομία του καπιταλισμού, διότι η αξία χρήσης δεν συναντιέται μόνο στον καπιταλισμό και πολύ περισσότερο δεν συναντιέται μόνο στις συνθήκες ύπαρξης του εμπορεύματος. Αν θεωρήσουμε την αξία χρήσης ως την απλούστερη σχέση, τότε εξαλείφεται η ιδιομορφία του καπιταλισμού. Με άλλα λόγια, η απλούστερη πλευρά (σχέση) είναι η πιο αφηρημένη έννοια, η δε αφαίρεση αποτελεί λογική απόσπαση. Κατά τον ορισμό της απλούστερης πλευράς (σχέσης), το υποκείμενο της γνώσης αποσπάται, κατά το μέγιστο δυνατό τρόπο, απ' όλες τις άλλες πλευρές του αντικειμένου. Συνεπώς, η κίνηση της γνώσης που εξετάζουμε, στην προκειμένη περίπτωση, είναι κίνηση από τη χαοτική αντίληψη για το όλο προς την απλούστερη πλευρά (σχέση), από το αισθητηριακά συγκεκριμένο προς το αφηρημένο. Αφού ολοκληρωθεί το στάδιο της γνώσης στη διάρκεια του οποίου το οργανικό όλο διαιρέθηκε σε επιμέρους πλευρές, οι οποίες μελετήθηκαν κατά κύριο λόγο χωριστά, και αφού πλέον προσδιορίστηκαν όλες οι απλούστερες πλευρές, αρχίζει το επόμενο στάδιο. Σ' αυτό το στάδιο, το κύριο πρόβλημα είναι η αποκατάσταση της σύνδεσης, της ενότητας και της αλληλεπίδρασης των διάφορων πλευρών του όλου. Σε συνάρτηση μ' αυτό, η γνώση άγεται κύρια από την απλούστερη πλευρά του οργανικού όλου και κινείται συνεχώς προς την κατεύθυνση συνθετότερων πλευρών. Αυτή η κίνηση της γνώσης καλείται ανέλιξη από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο. Το αποτέλεσμα της ανέλιξης της γνώσης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο είναι μια τέτοια απεικόνιση του πραγματικά υπάρχοντος οργανικού όλου, στην οποία οι πλευρές του οργανικού αυτού [...]... [10] Στο ίδιο, σελ 40 1-4 02 [11] Κ Μαρξ, «θέσεις για τον Φόυερμπαχ», Η γερμανική ιδεολογία, εκδ «Gutenberg», τόμ 1, σελ 47 [12] Β Ζ Κέλε, Επίλογος στο βιβλίο του Φ Τοκάι Σχετικά με τη θεωρία του κοινωνικού σχηματισμοού, Μόσχα, 1975, σελ 26 4-2 65 [13] Κ Μαρξ και Φ Ένγκελς, Το Κεφάλαιο, τόμ.Ι,σελ 49, εκδ «Σύγχρονη Εποχή» [14] Κ Μαρξ και Φ Ένγκελς, Η γερμανική ιδεολογία, εκδ «Guten-berg», τόμ 1, σελ 61 [15]... 13, σελ 497 >(ρωσική έκδοση) [5] Στο ίδιο, σελ 494 [6] Βλ Β Α Βαζιούλιν, Η λογική τον «Κεφαλαίου» του Κ Μαρξ, Μόσχα, 1968 (στα ρωσικά) [7] Κ Μαρξ, Οικονομικά χειρόγραφα 185 7-1 859, Κ Μαρξ και Φ Ένγκελς, Έργα, τόμ 46, μέρ.1, σελ 3 6-3 7 (ρωσική έκδοση) [8] Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι ο Μαρξ διέκρινε τους κλασικούς θεωρητικούς της αστικής πολιτικής οικονομίας, οι οποίοι έτειναν προς μια νηφάλια... κοινωνίας μπορούμε να την αναζητήσουμε μόνο στην κατεύθυνση της κατανόησης της σαν αλληλεπίδρασης των ανθρώπων Πιθανό να δημιουργηθεί η εντύπωση - αν θεωρήσουμε σαν αφετηρία την απλή άρνηση των τρόπων προσέγγισης του προβλήματος, που αναφέραμε στην προηγούμενη παράγραφο - ότι πρέπει να σταματήσουμε στη θέση πως ο άνθρωπος, σαν άνθρωπος, υπάρχει μόνο στην κοινωνία και ότι εφόσον η κοινωνία είναι αποτέλεσμα... προς τη φύση σαν μέσο (και συνεπώς, όχι μονάχα σαν τεχνικές σχέσεις), ούτε μόνο αντανακλά την παραγωγική σχέση προς τη φύση αυττή καθαυτή Η κατηγορία των παραγωγικών δυνάμεων δεν αντανακλά - αι αυτό είναι πολύ σημαντικό - την παραγωγική σχέση προς τη φύση ξεκομμένα από τις κοινωνικές παραγωγικές σχέσεις, αλλά σε εσωτερική αμοιβαία σχέση μ' αυτές Απ' όσα αναφέραμε μέχρι τώρα συνάγεται ότι είμαστε σε θέση... παραπάνω στάδια της γνώσης Το πραγματικό προτσές της γνώσης είναι πολύ περίπλοκο, δύσκολο και παρατηρείται ότι αυτές οι μορφές πλάνης, κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες μπορεί να χαρακτηρίζουν - έστω και σε μη αναπτυγμένη μορφή - και την ατομική γνώση Ο καλύτερος τρόπος υπερνίκησης αυτών των μορφών πλάνης στην ιστορία της ανθρώπινης γνώσης είναι η γνώση της ιστορίας και της ουσίας τους Ας αναφερθούμε στην πρώτη... κοινωνικών σχέσεων Ο Φόυερμπαχ, που δεν καταπιάνεται με την κριτική αυτής της πραγματικής ουσίας, είναι συνεπώς αναγκασμένος: 1) Να κάνει αφαίρεση της πορείας της ιστορίας και να κάνει το θρησκευτικό πνεύμα [Gemut] ένα πράγμα αναλλοίωτο που υπάρχει από μόνο του, υποθέτοντας ότι υπάρχει ένα ανθρώπινο άτομο, αφηρημένο, απομονωμένο 2) Να εξετάζει συνεπώς το ανθρώπινο ον αποκλειστικά σαν "γένος", σαν εσωτερική... επιφάνειας, της ουσίας και της πραγματικότητας του εμπορεύματος, καθώς επίσης και ο χαρακτηρισμός των προϋποθέσεων εμφάνισης του νέου τρόπου παραγωγής (ποιότητα, ποσότητα, μέτρο άρνησης του κεφαλαίου - εδώ δεν υπάρχει ουσία κλπ διότι η ουσία του νέου κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής δεν γεννιέται ακόμα) Η σωστή λύση των παραπάνω προβλημάτων επιτρέπει να κατανοήσουμε το οργανικό όλο, θα λέγαμε, στη... του κοινωνικού σχηματισμού, η δε δεύτερη, στον τεκμηριωμένο επίλογο του ίδιου βιβλίου, γραμμένο απ' τον Β Ζ Κέλε Συγκεκριμένα, ο Φ Τοκάι, διατυπώνει ουσιαστικά την άποψη ότι οι κλασικοί του μαρξισμού - λενινισμού ξεκινούσαν πάντοτε από το «εμπειρικό άτομο», παραπέμπει δε σε διάφορα αποσπάσματα από τα έργα τους για να αποδείξει την άποψη του Όμως ο συγγραφέας δεν παίρνει πάντα υπόψη του το περιεχόμενο... πραγματικότητα» σύμφωνα με τον Μαρξ, «σημαίνει να ξεκινήσεις από το "σύνολο όλων των κοινωνικών σχέσεων", οι οποίες αποτελούν την "ουσία του ανθρώπου", να ξεχωρίσεις σ' αυτές, τις κύριες, τις καθοριστικές - τις υλικές σχέσεις, να δείξεις την εξάρτηση των τελευταίων από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων κλπ Γι’ αυτό, έξω από την ανάλυση των κοινωνικών σχέσεων δεν μπορούμε να πούμε τίποτα το συγκεκριμένο... μαρξιστικής ανάλυσης ξεκινά από την κοινωνία και πηγαίνει προς τον άνθρωπο Και αυτό αποτελεί βασική αρχή, στην οποία αναφέρθηκαν, πολλές φορές και χωρίς διφορούμενα, οι ίδιοι οι θεμελιωτές του μαρξισμού - λενινισμού.»[12] Η ουσία των επιχειρημάτων αυτών αποδίδεται ως εξής: επειδή η ουσία του ανθρώπου είναι «το σύνολο όλων των κοινωνικών σχέσεων», τα «συγκεκριμένα άτομα» έξω απ' την κοινωνία δεν έχουν . εξέλιξης - που είναι και η δεύτερη πλευρά εξέτασης της - αποδίδεται πολύ λιγότερη προσοχή. Σ' αυτή τη δεύτερη πλευρά περιέχεται πρώτα απ' όλα η διαίρεση της ιστορίας της ανθρωπότητας - όπως. διαίρεση της ιστορίας της ανθρωπότητας - όπως διατυπώθηκε από τους κλασικούς τοου μαρξισμού - λενινισμού - σε προϊστορία καν πραγματτική ιστορία, η οποία αρχίζει με τη Μεγάλη Οκτωβριανή Σοσιαλιστική. Ε. Ν. Ζούκοφ, Ε. Ν. Λισμάνκιν κ.ά. [2] Κ. Μαρξ, Φ. Ένγκελς, Η γερμανική ιδεολογία, εκδ. «Gutenberg», τόμ. 1, σελ. 110. Η ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΤΗΣ

Ngày đăng: 12/05/2014, 20:42