Tài liệu hạn chế xem trước, để xem đầy đủ mời bạn chọn Tải xuống
1
/ 30 trang
THÔNG TIN TÀI LIỆU
Thông tin cơ bản
Định dạng
Số trang
30
Dung lượng
425,2 KB
Nội dung
J. Ρ. Dixon H Ιστορία του Χειρούργου Ο Ντάνφορθ έγειρε µπροστά και πέταξε άλλο ένα κούτσουρο στη φωτιά, και οι σπίθες έστησαν χορό µες στον καπνό. Άναψε την πίπα του, γιατί του 'χε σβήσει κατά τη διάρκεια της κορύφωσης της προηγούµενης ιστορίας. «Ναι», είπε. «Παράξενο πράγµα η θέληση για επιβίωση. Τον καιρό που ασκούσα το επάγγελµα του χειρουργού είδα πολλές περιπτώσεις όπου το ένστικτο επιβίωσης ενός ασθενή τον βοήθησε να ξεπεράσει τραύµατα — µα και το συνακόλουθο µετα-τραυµατικό σοκ — που ο καθένας µας θα πίστευε ότι αναπόφευκτα θα απέβαιναν µοιραία. Πιστεύω πως αυτό το ένστικτο επιβίωσης, αυτή η θέληση για ζωή, είναι ένα από τα αρχέγονα ένστικτα του ανθρώπου. Και εδράζει στο υποσυνείδητο, βεβαίως » Ένα σιγανό βήξιµο ακούστηκε από τα αριστερά του, ένας από εκείνους τους ήχους που µε ευγένεια δηλώνουν διαφωνία σε φιλικές συζητήσεις µεταξύ επαγγελµατιών του ίδιου χώρου, όπου κι αν λαµβάνουν χώρα αυτές. Τα µέλη της συντροφιάς έστρεψαν ταυτόχρονα το βλέµµα τους προς την πηγή του ήχου, έναν ψηλό, ισχνό άνδρα ακαθορίστου ηλικίας, ονόµατι Τόµπιν, ο οποίος ήταν σχετικά νεοφερµένος στη λέσχη και εκείνο το βράδυ είχε ακούσει τις διηγήσεις των υπολοίπων σιωπηλός αλλά µε µεγάλο ενδιαφέρον. Το µόνο που γνώριζαν τα µέλη γι' αυτόν ήταν ότι, όπως κι ο Ντάνφορθ, είχε κάποτε υπάρξει χειρουργός, καθώς και ότι είχε µόλις προσφάτως επιστρέψει από µια παρατεταµένη διαµονή σε κάποια µακρινή ξένη χώρα. Περίµεναν υποµονετικά µέχρι να ξαναγεµίσει το ποτήρι του. «Συµφωνώ µε το βασικό σας επιχείρηµα», είπε µάλλον συνε- σταλµένα. «Θα διαφωνούσα, όµως, µε τον ισχυρισµό σας ότι η ικανότητα ενός ανθρώπου να επιβιώνει του τραυµατικού σοκ λειτουργεί υποσυνειδήτως και ενστικτωδώς. Σε ορισµένες περιπτώσεις, όπως πιστεύω, µπορεί να είναι απολύτως συνειδητή. Και µα λίστα σε τέτοιο βαθµό, που θα µπορούσε κανείς να πει ότ το .υποκείµενο επιδιώκει εργωδώς να υποστεί το σοκ, µόνο κα µόνο για να το βιώσει αυτό καθ'αυτό». Ο Ντάνφορθ γέλασε. «Όλοι γνωρίζουµε για εκείνα τα ψύχω τικά άτοµα που ηδονίζονται µε τον πόνο», ξεκίνησε. «Όχι, όχι», τον διέκοψε ο άλλος. «Με παρεξηγήσατε. ∆εν ενοούσα το µαζοχισµό, αυτό το επιστηµονικώς εµπεριστατωµένο φαινόµενο. Στην περίπτωση στην οποία αναφέροµαι, η πρόκλη πόνου δεν αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα, δε θα µπορούσε άλλωστε » Σταµάτησε για λίγο· έδειχνε σαν να πάλευε µε µι δυσάρεστη ανάµνηση στο νου του. Ο καπνός του ξεχασµένο του τσιγάρου ταξίδευε στον ηλεκτρισµένο αέρα της αίθουσας «Τουναντίον», συνέχισε, «η ίδια η πρόκληση του τραυµατισµό ήταν, κατά κάποιον τρόπο, δευτερευοΰσης σηµασίας, ή τουλάχιστον έτσι φαινόταν. Ήταν απλά το µέσο για την επίτευξη ενός σκοπού. Το σηµαντικό ήταν οι επιπτώσεις του τραυµατισµού, ή µάλλον εκείνων των αλλεπάλληλων τραυµατισµών». «Και τους τραυµατισµούς αυτούς τους προκαλούσε στον εαυτό του το ίδιο το υποκείµενο;» «Για ένα διάστηµα, ναι». Έκανε µια παύση. Ύστερα από λίγο, σήκωσε το βλέµµα του. «Το υποκείµενο έδειχνε να .απολαµβάνει ιδιαιτέρως τις επιπτώσεις των τραυµατισµών του, θα µπορούσα να πω έως και σε βαθµό εµµονής. ∆ιακατεχόταν από κάτι που θα το περιέγραφα µόνο ως µια αίσθηση καταφρόνησης για το ίδιο του το σώµα, µια επιθυµία να του προξενήσει ζηµίες, να το υποβαθµίσει, να το µειώσει- καθώς και από µια φανατική επιθυµία να διαπιστώσει µέχρι ποιο στάδιο θα µπορούσε να φτάσει αυτή τη διαδικασία. Έχετε ποτέ αναρωτηθεί εάν η προσωπική µας ταυτότητα είναι αδιάρρηκτα συνδεδεµένη µε την ολότητα του σώµατος µας; Πόσο µεγάλο µέρος του σώµατος µας µπορούµε να απολέσουµε, χωρίς παράλληλα να απολέσουµε και την ακεραιότητα της ταυτότητας µας;» Ο Ντάνφορθ κούνησε το κεφάλι του µε ανυποµονησία, έτοιµος να µιλήσει, µα ο Τόµπιν έδωσε µόνος του την απάντηση. «θα µένατε εµβρόντητοι εάν το µαθαίνατε. Εάν µαθαίνατε πόσο µικρό µέρος του σώµατος µας επαρκεί για να συνεχίσουµε να είµαστε ο εαυτός µας » Σηκώθηκε απότοµα και, για να καλύψει την ξαφνική του παύση, άδειασε την πίπα του και γέµισε εκ νέου το ποτήρι του. «Γι' αυτό το λόγο δε συµφωνώ ότι η ικανότητα ενός ατόµου να ξεπεράσει ένα σοβαρό τραυµατισµό δεν αποτελεί απλώς και µόνο ένα υποσυνείδητο ένστικτο. Επιπροσθέτως, πιστεύω ότι όχι µόνο χρησιµοποιείται συνειδητά και η χρήση της επιδιώκεται από ορισµένα άτοµα, αλλά και ότι είναι δυνατόν να κληροδοτηθεί, να µεταδοθεί .ή και να διδαχθεί». Ο Ντάνφορθ ξεφύσηξε γεµάτος δυσπιπτία και χαµογέλαοε συ- γκαταβατικά. «Χµ, ενδιαφέρουσα θεωρία», είπε. «Βεβαίως, αποτελεί εξ ολοκλήρου µια εικασία». «Όχι. Έχω δει την απόδειξη της· την έχω βιώσει κιόλας. Μακάρι να µην το είχα κάνει. Μου 'χει στοιχειώσει ολόκληρη τη ζωή». Η ένταση του ύφους του Τόµπιν κατέπληξε όλους όσοι κάθονταν γύρω του. Μια σιωπή γεµάτη αµηχανία απλώθηκε στη συντροφιά. Ο Ντάνφορθ, όµως, δεν είχε υπάρξει ποτέ ιδιαίτερα ευαίσθη-τος άνθρωπος. Πολλοί χειρουργοί αναπτύσσουν µια επιφανειακή σκληρότητα που αγγίζει τα όρια της αναλγησίας, πιθανώς ως µέσο αυτοάµυνας απέναντι στη φύση της δουλειάς τους. «Για τ' όνοµα του Θεού, άνθρωπε µου, µη µας αφήνεις στην αγωνία µας», εξερράγη. «Λες ότι έχεις δει την απόδειξη αυτής της εξωφρενικής θεωρίας. Πες µας την ιστορία σού, λοιπόν!» Ο Τόµπιν τον κοίταξε. Έδειχνε σαν να βαοανιζόταν από µια εσωτερική διαµάχη. Ξαφνικά,πήρε την απόφαση του. «Πολύ καλά», είπε. «Αν και θα πρέπει να µε συγχωρήσετε. Όσα θα ακούσετε συνέβησαν πριν αρκετά χρόνια και σκοπίµως τα είχα διώξει απ' το νου µου. Είχα ορκιστεί να µην αναφερθώ οε αυτά ξανά, να µην πω ούτε µία ψιθυριστή λέξη για εκείνη την τροµακτική περίοδο. Το λόγο πιστεύω ότι θα τον κατανοήσετε όταν ακούσετε την ιστορία. Θα µου είναι δύσκολο να σας τη διηγηθώ, αλλά νιώθω πως πρέπει να το κάνω». Οι υπόλοιποι έβγαλαν διάφορους ήχους διαβεβαίωσης και ενθάρρυνσης, κι ύστερα βολεύτηκαν στις καρέκλες τους. «Όλα ξεκίνησαν το φθινόπωρο του 1889», είπε ο Τόµπιν. «Είχα προσφάτως αποφοιτήοει από την Ιατρική Σχολή, µε την ειδικότητα του χειρουργού. Εκείνο τον καιρό εργαζόµουν στο νοσοκοµείο της Αγίας Βερονίκης στο Ηστ Εντ του Λονδίνου και, όπως κάθε νεαρός εκείνης της εποχής, απολάµβανα την ξεθωριασµένη αίγλη και τις εκ του ασφαλούς συγκινήσεις των κακόφηµων γειτονιών της περιοχής, τις κακάθλιες παµπ και τα παρακµιακά θέατρα, ιδιαιτέρως δε τα µιούζικ-χολ µε τις επιθεωρήσεις τους. Αν και η προτίµηση του κοινού για το αλλόκοτο και το τερατώδες είχε αρχίσει να σβήνει τότε, τουλάχιστον στην Αγγλία εάν όχι σε ολόκληρη την Ευρώπη, εκείνη την εποχή σχεδόν κάθε θέατρο και κάθε µιούζικ-χολ είχε νούµερα µε ζογκλέρ, ακροβάτες, φλογοφάγους και ανθρώπους-λάστιχο, κάθε παµπ και καπηλειό στο Ηστ Εντ διέθετε ένα µικρό µουσείο µε ανθρώπους καταραµένους µα και ευλογηµένους απ' τη φύση, οι δε περιοδεύοντες θίασοι µε τούς νάνους και τους γίγαντες τους, τα "λυκόπαιδα", ιούς ζωντανούς σκελετούς, τις γενειοφόρες γυναίκες και τα εξωτικά τους θηρία σταµατούσαν συχνά στις αλάνες, απ' το Τσίπσαϊντ µέχρι την οδό Μάιλ Εντ. θα θυµάστε βέβαια ότι σε έναν τέτοιο θίασο ανακαλύφθηκε το 18ο αιώνα ο Τζον Μέρικ, ο αποκαλούµενος "Άνθρωπος Ελέφαντας", κι έχω ακόµα ζωντανή στη µνήµη µου µια ιστορία που είχα ακούσει, για έναν ελέφαντα που το είχε σκάσει από ένα πανηγύρι και είχε κάνει τον περίπατό του στην οδό ΚρόιντονΧάι, πανικοβάλλοντας τον τοπικό πληθυσµό. Συνήθιζα όποτε είχα ελεύθερο χρόνο να επισκέπτοµαι τα µιούζικ-χολ και να παρακολουθώ τα νούµερα, ή να συχνάζω οτις παµπ και τα ταβερνεία της γύρω περιοχής, ορµώµενος από την επαγγελµατική µου περιέργεια και την επιθυµία µου να σκοτώσω την ώρα µου µε κάτι ενδιαφέρον. Έβρισκα πως όλη εκείνη η ατµόσφαιρα της φτηνοστολιοµένης, επίπλαστης πραγµατικότητας και οι πονηροί υπαινιγµοί για σκοτεινά µυστήρια έκρυβαν ένα θεσπέσιο µακάβριο ροµαντισµό, που απείχε παρασάγγας από τη σκληρή και συχνά αποτρόπαια πραγµατικότητα της δουλειάς µου. Ήταν, αν θέλετε, ένα µέσο φυγής. «Ένα βράδυ τελείωσα τη δουλειά µου πολύ αργά. Είχα περά σει µια δύσκολη µέρα και καθώς επέστρεφα στο ενοικιαζόµενο δωµάτιο όπου διέµενα µπήκα σε ένα λαβύρινθο από σοκάκια και στενά, βορείως του Τάµεση, νοµίζοντας πως έτσι θα έκοβα δρόµο. Πολύ σύντοµα, βεβαίως, χάθηκα εντελώς. Η περιοχή δε µε φόβιζε καθόλου πλέον κι έτσι συνέχισα να περπατώ δίχως δισταγµούς, πιστεύοντας ότι αργά ή γρήγορα θα συναντούσα κάποιον χωρο φύλακα και θα του ζητούσα να µου δείξει το δρόµο. Ήταν ένα θαλπερό βράδυ κι ο περίπατος µου ήταν ευχάριστος, γιατί µ' έκανε να νιώθω σαν εξερευνητής σε κάποια µακρινή χώρα. Όταν έστριψα σε µια γωνία, είδα ένα θεατράκι στη διασταύρωση δύο δρόµων. Η πινακίδα του ανέφερε ότι το όνοµα του ήταν "Τζού µπιλυ" και υποσχόταν "Ανατριχιαστικά νούµερα! Συναρπαστικά θεάµατα! Απίστευτα παράξενα της φύσης!" Πίσω απ' τη βιτρίνα της φανταχτερής πρόσοψης φαινόταν αµυδρά µια ψηλή, γυάλινη δεξαµενή που περιείχε, σύµφωνα πάντα µε την επιγραφή, τη "µοναδική αληθινή Γοργόνα του κόσµου!" η οποία βεβαίως ήταν καταφανώς µια κατασκευασµένη χίµαιρα, µια αξιοθρήνητη, τερατώδης χειρουργική ένωση µισού πιθήκου µε µισό ψάρι. Η παράσταση της βραδιάς είχε τελειώσει, αλλά µου τράβηξε την προσοχή το ζωηρό φως µιας παµπ δίπλα στο θεατράκι. Απ' το εσωτερικό της ακούγονταν φωνές να τραγουδούν, ποτήρια να τσουγκρίζουν. Η προοπτική µιας τονωτικής µπύρας ήταν το δίχως άλλο ευχάριστη, κι έτσι µπήκα µέσα. Μακάρι να είχα συνεχίσει το δρόµο µου και να µην επέστρεφα ποτέ εκεί! «Το µέρος ήταν γεµάτο µε καλλιτέχνες από τα θέατρα της περιοχής, πολλοί από τους οποίους είχαν προφανώς έρθει κατ' ευθείαν από τις παραστάσεις τους. Οι θαµώνες φορούσαν κανονικά ρούχα αλλά και κοστούµια που λαµποκοπούσαν απ' τις πούλιες, ενώ η οχλοβοή των εύθυµων, µεγαλόφωνων συζητήσεων σχεδόν κάλυπτε τις φάλτσες νότες του πιάνου στη γωνία. Ώσπου να φτάσω στο µπαρ η διάθεση µου είχε ανέβει εάν είναι κανείς στην κατάλληλη διάθεση, η ανυπόκριτη θεατρικότητα των καλλιτεχνών µπορεί να γίνει µεταδοτική και να του φτιάξει το κέφι όπως η φτηνή σαµπάνια. Η σερβιτόρα ζήτησε να µάθει τι θα ήθελα να πιω, µε αποκάλεσε "φιλαράκο" και µου έφερε ένα ποτήρι µπύρα µε πλούσιο αφρό. Την ώρα που έκανα µεταβολή για να αποµακρυνθώ από τον πάγκο άκουσα ένα δυνατό ξέσπασµα γέλιου, πηγή του οποίου ήταν µια παρέα που καθόταν στη γω νία. Εκείνη ήταν και η πρώτη φορά που την είδα». «Ποια είδες;» ρώτησε ο Ντάνφορθ. Το βλέµµα του Τόµπιν φανέρωνε ότι το µυαλό του ταξίδευε κάπου µακριά. Όταν εν τέλει εστίασε πάνω στη συντροφιά, ήταν σαν να έβλεπε τα µέλη της για πρώτη του φορά. «Την Πωλέτ», είπε. «Είδα την Πωλέτ.» Καθόταν µε την πλάτη γυρισµένη σε µένα. Φορούσε ένα απλό, βαθυκόκκινο, µάλλινο φόρεµα και είχε ρίξει στους ώµους της ένα µακρύ, γκρι παρντεσού. Τα µαλλιά της είχαν ένα καστανό χρώµα τόσο σκούρο που έδειχναν σχεδόν µαύρα. Βεβαίως, όλα αυτά τα παρατήρησα µε µια απλή, φευγαλέα µατιά. Η Πωλέτ ήταν µια άγνωστη µέσα στο πλήθος και η προσοχή µου θα είχε σίγουρα αποσπασθεί από κάτι άλλο και θα την είχα ξεχάσει, εάν δεν είχε διαλέξει εκείνη ακριβώς τη στιγµή για να σηκωθεί και να γυρίσει για να φωνάξει κάτι στον πιανίστα. Καθώς σηκωνόταν, το πανωφόρι γλίστρησε από τους ώµους της. Σε αντίθεση µε τη µόδα της εποχής, το φόρεµα της είχε πολύ κοντά µανίκια κι έτσι ήταν ολοφάνερο ότι το αριστερό της χέρι ήταν κοµµένο λίγο πιο πάνω απ' τον αγκώνα. Κι όσο για το δεξί, εκείνο τελείωνε λίγο πριν τον καρπό και ήταν δεµένο προσεκτικά µε επιδέσµους. Ο ακρωτηριασµός ήταν εµφανώς πρόσφατος, γιατί σε ένα δυο ση µεία οι γάζες είχαν λεκέδες από αίµα. »Έµεινα να την κοιτώ εµβρόντητος, συγκλονισµένος. Θα πρέ πει όλοι να έχετε νιώσει εκείνη τη σαγήνη που ασκούν πάνω µας οι δυσµορφίες των συνανθρώπων µας, και το συναίσθηµα αυτό συνδυάζεται πάντοτε µε την ντροπή που αισθανόµαστε επειδή ακριβώς το νιώσαµε. Πάντως, στην περίπτωση µου υπήρχε και το στοιχείο του επαγγελµατικού ενδιαφέροντος. Ο ακρωτηριασµός του αριστερού της χεριού θα πρέπει να είχε λάβει χώρα πριν αρκετό καιρό· το τραύµα στο κολόβωµα είχε επουλωθεί πλήρως. Όµως η απώλεια του δεξιού της χεριού ήταν, όπως προ είπα, πολύ πρόσφατη. ∆εν µπορούσα παρά να αισθανθώ οίκτο και συµπόνια για τη διπλή τραγωδία που είχε πλήξει εκείνη την κοπέλα και την είχε αφήσει δίχως χέρια και µε µόλις ένα µπράτσο. Ο πιανίστας άρχισε να παίζει το τραγούδι που του είχε ζητήσει και, καθώς εκείνη επέστρεφε στο τραπέζι της, έριξε µια µατιά τριγύρω και τα βλέµµατα µας συναντήθηκαν. Είχε ένα χλοµό πρόσωπο µε έντονες γραµµές και τα µαύρα µαλλιά που το πλαισίωναν τόνιζαν ακόµα περισσότερο τη χλοµάδα του. Τα µά τια της είχαν ένα τόσο αχνό γαλανό χρώµα που έµοιαζαν άχρωµα, τα δε µαύρα φρύδια της ήταν πιο πυκνά απ' ότι υπαγόρευε η µόδα της εποχής. Όταν αντιλήφθηκε το εξονυχιστικό βλέµµα µου, συνοφρυώθηκε και στο πρόσωπο της χαράχτηκε µια έκφραση απρόσµενου θυµού, σε έντονη αντίθεση µε το χαµόγελο που είχε σχηµατιστεί στα µεγάλα, αεικίνητα χείλη της. Μου αντι γύρισε το βλέµµα σαν να µε προκαλούσε. Κοκκίνισα κι αµέσως κοίταξα αλλού, προσποιούµενος ότι στην πραγµατικότητα διάβαζα τις διαφηµιστικές αφίσες στον τοίχο πίσω από το κεφάλι της. Εκείνη κάθισε και συνέχισε την κουβέντα µε την παρέα της, κι έτσι κατάφερα και ξέκλεψα άλλη µια µατιά. Ακούστηκαν πνι χτά γέλια απ' το τραπέζι της κι ένα δυο ειρωνικά βλέµµατα στράφηκαν στιγµιαία προς το µέρος µου. Τελείωσα αµήχανα την µπύρα µου και έφυγα από την παµπ νιώθοντας ταραγµένος. »Εν τέλει βρήκα το σωστό δρόµο, έφτασα στο κατάλυµα µου κι έπεσα για ύπνο, µα την εποµένη ανακάλυψα ότι δεν µπορούσα να ξεχάσω εκείνη την κοπέλα. Όπου κι αν πήγαινα έβλεπα εκείνο το χλοµό, σφιγµένο πρόσωπο της, µε την παράδοξη ιδιότητα του να δείχνει ταυτοχρόνως σκληραγωγηµένο µα και ευάλωτο » «∆ικαιολογηµένα», είπε συγκαταβατικά ο Ντάνφορθ. «Ήσουν κουρασµένος, πιθανώς σε συναισθηµατική υπερδιέγερση από τη δύσκολη µέρα στο νοσοκοµείο. Η ατυχής κατάσταση της κοπέλας και η αµηχανία που ένιωσες συνδυάστηκαν και σου δηµιούργησαν έντονη εντύπωση». «Πιθανόν. Αλλά δεν ήταν µόνο αυτό. Ένιωθα, άγνωστο για ποιο λόγο, ότι είχα ανακαλύψει κατά τύχη τα σύνορα ενός σκο τεινού µυστηρίου, κάτι παράξενο και δυσοίωνα διαφορετικό. «Τους επόµενους ένα δυο µήνες ο φόρτος εργασίας στο νοσοκο µείο αυξήθηκε απότοµα και δεν είχα καθόλου ελεύθερο χρόνο. Η σκέψη µου γύριζε συνεχώς σε εκείνη τη µυστηριώδη κοπέλα στην παµπ, µα δεν είχα τη δυνατότητα να ξαναβρεθώ εκεί· µάλιστα, δεν ήµουν καν σίγουρος ότι θα έπρεπε ή ότι το ήθελα. Βλέπετε πόσο µπερδεµένος ήµουν πλέον. Και τότε, µια νύχτα περίπου δυόµισι µήνες ύστερα από τα γεγονότα που σας εξιστόρησα, καθώς επέστρεφα στο δωµάτιο µου, έστριψα κατά τύχη στο ίδιο εκείνο στενό για να κόψω δρόµο και βρέθηκα ξανά έξω από το θέατρο Τζού-µπιλυ και τη γειτονική του παµπ. Χασοµέρησα αρκετή ώρα απ' έξω, µέχρι που βρήκα το κουράγιο και µπήκα, µε την καρδιά µου να χτυπάει σαν του λαγού. »Ήταν αρκετά πιο νωρίς από την προηγούµενη φορά που είχα βρεθεί εκεί και το µέρος δεν ήταν γεµάτο. ∆εν είχα ξεχάσει την ντροπή που είχα αισθανθεί τότε κι έτσι ένιωθα µια ελαφρά αµηχανία, αλλά οι λιγοστοί πελάτες δε µου έδωσαν καθόλου σηµασία και η σερβιτόρα δε φάνηκε ούτε καν για µια στιγµή να µε θυµάται την ώρα που µου γέµιζε ένα ποτήρι βαρελίσια µπύρα. Η δε κοπέλα δεν ήταν εκεί, βεβαίως. Χαλάρωσα λιγάκι και γέλασα από µέσα µου µε την ηλιθιότητα µου. Ήπια την µπύρα µου και παρήγγειλα άλλη µία. Ξαφνικά αντιλήφθηκα ότι στο δρόµο έξω από την παµπ υπήρχε µεγάλη δραστηριότητα, και τότε ένας χείµαρρος ανθρώπων άρχισε να µπαίνει στο µαγαζί, πιθανότατα το κοινό της βραδινής παράστασης του θεάτρου. Σύντοµα, η παµπ γέµισε. Ύστερα από λίγο άρχισαν να µπαίνουν και οι καλλιτέχνες, για να δροσιστούν µετά την παράσταση τους. Μέσα στη γενική οχλοβοή κάτι µε έκανε να κοιτάξω προς την πόρτα την ώρα που άνοιγε· µια παρέα τριών ανθρώπων µπήκε στην παµπ. Εκείνη ήταν ανάµεσα τους. Η καρδιά µου χοροπήδησε µες στο στήθος µου και το κεφάλι µου άρχισε να γυρίζει. Ένιωσα να µε κατακλύζει η αίσθηση ότι αυτό που έβλεπα δεν ήταν αληθινό. Η Πωλέτ φορούσε το ίδιο γκρι παρντεσού µε την προηγούµενη φορά, δίχως να το έχει κουµπωµένο, µα από κάτω φορούσε κάτι που δε θα µπορούσε παρά να ήταν ένα κοστούµι καλλιτέχνη, µια άλικη λεοτάρ κεντηµένη µε χρυσή κλωστή και διακοσµηµένη µε πούλιες που άστραφταν και στραφτάλιζαν στα φώτα της παµπ. Κάτω από τα πυκνά, µαύρα µαλλιά της, το πρόσωπο της είχε τον ίδιο αυθάδικο αέρα. Στον ώµο της κουβαλούσε ένα µεγάλο σακ-βου-αγιάζ. Εκείνο, όµως, που µε έκανε να σαστίσω και πραγµατικά µε συντάραξε -και πρέπει να σας πω ότι λίγο έλειψε να µην πιστέψω στα ίδια µου τα µάτια— ήταν το γεγονός ότι µπήκε στην παµπ µε δεκανίκια. Το αριστερό µανίκι του πανωφοριού της ήταν µαζεµένο ψηλά µε καρφίτσες και το κοντό κολόβωµα του µπρά- τσου της ήταν πιασµένο σε µια δερµάτινη θηλιά κάτω από το µαξιλαράκι της πατερίτσας, ο δε ατσάλινος γάντζος που είχε πάρει τη θέση του δεξιού της χεριού ήταν περασµένος σε έναν µπρούτζινο κρίκο που είχε βιδωθεί στο δεξί της δεκανίκι, εκεί όπου θα έπρεπε να ήταν η χειρολαβή. Στα πόδια της φορούσε ένα καλσόν στολισµένο µε παγιέτες. Ή µάλλον, στο ένα της πόδι. Γιατί το δεξί µπατζάκι του καλσόν ήταν κενό και κρεµόταν αξιοθρήνητα. Η Πωλέτ δεν είχε δεξί πόδι!» Ακόµα και ο Ντάνφορθ εντυπωσιάστηκε από αυτό. «Για τ' όνοµα του Θεού», ψιθύρισε. «Είπα ότι δεν είχε δεξί πόδι», συνέχισε ο Τόµπιν. «Στην πραγµα- τικότητα αυτό δεν είναι απολύτως ορθό. Την ώρα που καθόταν προσεκτικά στην ίδια καρέκλα που είχε καθίσει και την προηγούµενη φορά, είδα ότι είχε ακόµα κάτι λιγότερο από το µισό του ποδιού της, καθώς ο ακρωτηριασµός είχε γίνει µερικά εκατοστά πάνω από το γόνατο. Το πόδι της, όπως µπορούσα να δω µέσα από το αραχνοΰφαντο υλικό του καλσόν, ήταν φρεσκοµπανταρισµένο µε επιδέσµους » Ο Ντάνφορθ έγειρε µπροστά. «Άλλη µια πρόσφατη επέµβαση;» «Πολύ πρόσφατη. Όπως ακριβώς ήταν και το χέρι της την προηγουµένη φορά». «Κάποια κακοήθης ασθένεια » «Αυτή ήταν και η πρώτη δική µου εκτίµηση µόλις συνήλθα κάπως από το σοκ. Στην αρχή δεν µπορούσα να καταλάβω γιατί δεν είχα παρατηρήσει αυτήν την επιπρόσθετη αναπηρία την πρώτη φορά. Αλλά όχι, αυτό ήταν γελοίο· πώς θα µπορούσα να µην είχα προσέξει κάτι τόσο εµφανές; ∆εν έκανα λάθος. Στην προηγούµενη επίσκεψη µου στην παµπ, η Πωλέτ είχε και τα δύο της πόδια. Αγνωστο πώς, στις δέκα εβδοµάδες που είχαν µεσολαβήσει, είχε χάσει ένα τµήµα ενός ακόµα άκρου. Όπως πρότεινε µόλις τώρα ο συνάδελφος µου, η πρώτη µου σκέψη ήταν κάποια κακοήθης ασθένεια. Αλλά δε γνωρίζω καµία πάθηση αρκετά σοβαρή ώστε να απαιτείται ακρωτηριασµός για την αντιµετώπιση της και παρ' όλα αυτά ο ασθενής να παραµένει τόσο ευδιάθετος και δραστήριος όσο οφθαλµοφανώς ήταν εκείνη, ούτε κάποια που να προ- σβάλλει διαφορετικά µέρη του σώµατος σε διαφορετικές χρονικές περιόδους — γνωρίζουµε όλοι ότι στην περίπτωση όγκων στα οστά είναι πιθανόν να κριθεί αναγκαίος ο ακρωτηριασµός, αλλά αυτή είναι η ύστατη λύση και µόνο εάν η ασθένεια έχει εξαπλωθεί σε ένα µόνο µέλος. Κάποιο ατύχηµα τότε; Θα χρειαζόταν µια σύµπτωση που µονάχα ο ίδιος ο ∆ιάβολος θα µπορούσε να σκαρώσει, για να πάθει το ίδιο άτοµο τρία ξεχωριστά ατυχήµατα σε ένα σύντοµο χρονικό διάστηµα και καθένα τους να έχει ως συνέπεια τον ακρωτηριασµό ενός διαφορετικού µέλους. Είναι δυνατόν, υποθέτω, αλλά εξαιρετικά απίθανο. Παρέµεινα καθισµένος, µε τις σκέψεις να στροβιλίζονται στο νου µου. Ποια ήταν η αιτία; Και για ποιο λόγο φορούσε εκείνο το κοστούµι; Εάν ήταν καλλιτέχνις, τι είδους νούµερα θα µπορούσε να κάνει, µε δεδοµένη την αναπηρία της; Έπρεπε να µάθω. Για να υπερασπιστώ τον εαυτό µου, σπεύδω να προσθέσω ότι δεν το ήθελα µόνο για να ικανοποιήσω την περιέργεια µου. Ήµουν ένας πρωτόπειρος νεαρός, µε µεγάλη πίστη στις ικανότητες µου -η πικρή πραγµατικότητα της ζωής και η συνειδητοποίηση των ορίων του καθενός µας σε ό,τι αφορά την αντιµετώπιση των ανθρώπινων δεινών δε µου είχαν καταφέρει καίριο πλήγµα ακόµα— κι έτσι πίστευα ότι, εάν πράγµατι η κατάσταση της κοπέλας οφειλόταν σε κάποια κακοήθεια, θα µπορούσα να τη βοηθήσω, εγώ, ο γενναίος νεαρός χειρουργός που έρχεται καβάλα στο λευκό άτι της ιατρικής του δαηµοσύνης για να σώσει την όµορφη κόρη. Κατέστρωσα ένα σχέδιο. Θα παρουσιαζόµουν ως αυτό ακριβώς που ήµουν, ένας χειρουργός που είχε βρεθεί κατά τύχη σε εκείνη την παµπ και την είχε δει, και θα της προσέφερα την επαγγελµατική µου βοήθεια. Τώρα απορώ µε την αφέλεια µου, αλλά τότε ήµουν πολύ νεαρός. «Οπλισµένος µε το νιόβρετο κουράγιο µου κι ελαφρώς τονωµένος από τη δυνατή µπύρα που είχα καταναλώσει, περίµενα µέχρι να την αφήσουν µόνη της οι σύντροφοι της. Πράγµατι, κάποια στιγµή έφυγαν από το τραπέζι για να µιλήσουν σε κάτι φίλους τους σε ένα άλλο σηµείο της παµπ. Προχώρησα προς το µέρος της, νιώθοντας ζάλη από τη νευρικότητα µου. »"Με συγχωρείτε", είπα. Η Πωλέτ σήκωσε το βλέµµα της, ξαφνιασµένη. Τα αχνόχρωµα µάτια της άνοιξαν λίγο ακόµα. "∆ε θα ήθελα να σας ενοχλήσω—". »"Ήσασταν κι άλλη φορά εδώ", είπε εκείνη. Η φωνή της δεν ήταν όσο δυνατή περίµενα και η προφορά της ήταν ουδέτερη. Μου έπεσαν τα µούτρα όταν, προς µεγάλη µου δυσαρέσκεια, συνειδητοποίησα ότι µε είχε αναγνωρίσει. Μουδιασµένος από την αµηχανία, ήµουν έτοιµος να µουρµουρίσω κάποια δικαιολογία και να φύγω, όταν µου είπε: "Καθίστε". »Υπάκουσα, κι εκείνη µε κοίταξε µε απορία καθώς έπινε µια γου- λιά από το ποτό της. Παρατήρησα ότι της το είχαν σερβίρει σε ένα ποτήρι του µπράντυ µε µεγάλη καµπάνα, την οποία ισορροπούσε στην καµπύλη του γάντζου της. "Λοιπόν;" είπε. »Η εγγύτητα µας µε είχε συνεπάρει. Ένιωθα πάλι εκείνο τον παράξενο µαγνητισµό να µε τραβά προς το µέρος της. ∆εν είχα πλέον τίποτα να χάσω, κι έτσι της εξήγησα ποιος ήµουν και ότι ενδιαφερόµουν επαγγελµατικά για την κατάσταση της, µιας και ήµουν χειρουργός, και είχα σκεφτεί ότι ίσως να µπορούσα να τη βοηθήσω. "Σκέφτηκα λοιπόν να σας ρωτήσω ποια είναι η αιτία όλων αυτών των επεµβάσεων σας " κατέληξα ανέµπνευστα. »"Σας ευχαριστώ", µου είπε, "αν είναι πράγµατι αυτός ο λόγος που θέλετε να µάθετε". Με κοίταξε ξανά στα µάτια, και κοκκίνισα. Κούνησε το κεφάλι της λες και η αµήχανη αντίδραση µου είχε επιβεβαιώσει κάποια υποψία της. "Θα πρέπει, όµως, να σας καθησυχάσω. ∆εν έχω κάποια ασθένεια. Είµαι εξίσου υγιής µε εσάς, µε ορισµένες εξαιρέσεις " Έδειξε το µαζεµένο µανίκι της και το ένα της πόδι. "Αυτές που βλέπετε". Μου χαµογέλασε και αποτέλειωσε το ποτό της. "∆εν πρέπει, λοιπόν, να ανησυχείτε. Σας ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σας, πάντως. Και τώρα πρέπει να φύγω, είναι αργά". Τράβηξε µε δυσκολία τις πατερίτσες προς το µέρος της και τις έφερε κάτω από τις µασχάλες της. Σηκώθηκα και τη βοήθησα. Μου χαµογέλασε για να µε ευχαριστήσει και στράφηκε προς την έξοδο. Απεγνωσµένος πια, την ακολούθησα και την άρπαξα από το µπράτσο. Συνοφρυώθηκε, έχοντας χάσει για λίγο την ισορροπία της. »"Πρέπει να µάθω!" είπα. Εάν την άφηνα να φύγει, θα παρέµενε για πάντα ένα µυστήριο. Η περίεργη έλξη που ένιωθα για εκείνη µε είχε κατανικήσει και κάθε σκέψη περί ευπρέπειας, περί της αγένειας και της αδιάκριτης ενασχόλησης µου µε ένα θέµα που, στο κάτω-κάτω, δεν ήταν δική µου δουλειά, έφυγε µεµιάς από το νου µου. "Σας παρακαλώ!" » "Γιατί πρέπει;" µε ρώτησε. »"∆εν ξέρω", είπα, γνωρίζοντας πόσο γελοία ήταν η απάντηση µου. »Με κοίταξε απορηµένη και έδειχνε σαν να µε ζύγιζε για να πάρει µια απόφαση. Κάποιο παράξενο συναίσθηµα τρεµόλαµψε στα µάτια της. "Πολύ καλά", είπε εν τέλει. "Αλλά δεν µπορώ να σας το εξηγήσω τώρα. Αν πραγµατικά θέλετε να µάθετε, ελάτε στο θέατρο Τζούµπιλυ σε δύο µήνες από σήµερα. Τότε θα µάθετε". ∆ιέσχισε την αίθουσα, βγήκε από την πόρτα και χάθηκε στη νύχτα, αφήνοντας µε άναυδο κι αποσβολωµένο. Πήγα έως το µπαρ και παρήγγειλα ένα διπλό µπράντυ για να ηρεµήσω. ∆ρώντας παρορµητικά, ρώτησα τη σερβιτόρα: »"Ποια ήταν η κοπέλα που µόλις έφυγε;" »Η σερβιτόρα µε κοίταξε. Για µια στιγµή πίστεψα ότι δεν επρόκειτο να µου απαντήσει. Είχα την εντύπωση πως η συµπεριφορά της άλλαξε αµέσως και έγινε αισθητά πιο συγκρατηµένη. Μου απάντησε όµως, αν και επιφυλακτικά. "Εννοείτε την Πωλέτ", είπε. Πωλέτ! Ήξερα πλέον το όνοµα της! Ίσως να αντίλαµβάνεστε την κατάσταση στην οποία βρισκόµουν από το γεγονός ότι µόνο τότε συνειδητοποίησα πως δεν το γνώριζα νωρίτερα. »"Αυτή η Πωλέτ", είπα. "Τι άνθρωπος είναι; Τι δουλειά κάνει;" »Τώρα πλέον η στάση της σερβιτόρας ήταν αδιαµφισβήτητα παγερή. "∆εν µπορώ να σας πω τίποτα", είπε. "Άλλωστε, καλά-καλά δεν ξέρω ποιος είστε, έτσι δεν είναι;" Για να µου δείξει ότι επέκρινε την περιέργεια µου, πήγε επιδεικτικά να εξυπηρετήσει έναν πελάτη στην άλλη άκρη του µπαρ. ∆εν είχα πλέον άλλη επιλογή απ' το να φύγω, πιο µπερδεµένος από ποτέ». «Φαντάζοµαι πως πήγες στο θέατρο, σωστά;» είπε ο Ντάνφορθ. «Όχι, όχι τη µέρα που µου είχε υποδείξει η Πωλέτ. Η πίεση στη δουλειά µου στέρησε κάθε δυνατότητα να το κάνω. Η ζωή µου παρασύρθηκε από τον αστείρευτο ποταµό ανθρώπινης οδύνης που είχε πληµµυρίσει τα εξωτερικά ιατρεία του νοσοκοµείου της Αγίας Βερονίκης - εργατικά ατυχήµατα, όπου το ακαθάριστο βαµβάκι γινόταν ένα µε την κατακρεουργηµένη σάρκα και τα πηγµένα λάδια µηχανής· ένας άνδρας που είχε βρεθεί σε κάποιο τρισάθλιο σοκάκι µε το λαιµό του ανοιγµένο· ή, τέλος, κάποια δύσµοιρη γυναίκα που είχε ανασυρθεί από τον Τάµεση, καλυµµένη µε βροµερή λάσπη. Παρά τις προσπάθειες µου να αντι- µετωπίσω κάθε πρόβληµα µε πρακτικότητα και αποφασιστικότητα, η αδυναµία µου να ανταποκριθώ στην πρόσκληση της Πωλέτ δε µε άφηνε να συγκεντρωθώ και µε είχε εξοργίσει. Μου είχε γίνει πια έµµονη ιδέα, σε τέτοιο βαθµό, µάλιστα, που το επίπεδο της δουλειάς µου έπεσε — πάντως, σπεύδω να προσθέσω, όχι τόσο πολύ ώστε να απειληθεί η ζωή των ασθενών µου— και οι συνάδελφοι µου άρχισαν να σχολιάζουν την καταφανή µου αυτή εµµονή και την ανικανότητα µου να συγκεντρωθώ στις ασήµαντες τυπικότητες και τη γραφειοκρατία που δυστυχώς συνοδεύουν κάθε επάγγελµα. Το πρόσωπο της είχε στοιχειώσει τις µέρες µου µα και τις νύχτες. Άρχισα να βλέπω έναν επαναλαµβανόµενο εφιάλτη, στον οποίο µε καλούσαν στο χειρουργείο για να κάνω έναν ακρωτηριασµό, µα σαν έφτανα εκεί διαπίστωνα ότι ο ασθενής ήταν η Πωλέτ. Ήµουν σε πλήρες αδιέξοδο. Εν τέλει, µου δόθηκε µια άδεια για να "ξεκουραστώ", γιατί οι προϊστάµενοι µου πίστευαν απλώς ότι είχα πάθει υπερκόπωση. Τώρα ήταν η σειρά µου να στοιχειώσω την περιοχή γύρω από το Τζούµπιλυ, µε την ελπίδα ότι θα την έβλεπα, αλλά δεν τόλµησα ούτε µία φορά να µπω στην παµπ. Φοβούµαι πως είχα γίνει αξιολύπητος, τόσο δυνατό ήταν το µυστήριο που είχε αιχµαλωτίσει το µυαλό µου. »Και τότε, µια µέρα, µερικούς µήνες µετά την ηµέρα που µου είχε ορίσει η Πωλέτ, είδα µια αφίσα έξω απ' το Τζούµπιλυ. Το µόνο που έγραφε ήταν: "Πωλέτ: µόνο για µία νύχτα" και µία ηµεροµηνία, µία εβδοµάδα από τότε. Το βαρύ πέπλο της απόγνωσης γλίστρησε µεµιάς από πάνω µου. Επιτέλους, θα µάθαινα ποια ήταν αυτή η κοπέλα που µε είχε µαγέψει και µε είχε φέρει στα πρόθυρα της µονοµανίας. Επέστρεψα στο κατάλυµα µου και περίµενα να περάσει η επόµενη εβδοµάδα, µια αληθινά βασανιστική αναµονή». Ο Τόµπιν έκανε µια παύση για να γεµίσει το ποτήρι του, και τα υπόλοιπα µέλη της συντροφιάς βολεύτηκαν καλύτερα στις πολυθρόνες τους, αλλά κανείς τους δε µίλησε και όλοι τους περίµεναν να συνεχίσει. «Η νύχτα της παράστασης —αν επρόκειτο για παράσταση αυτό που θα έβλεπα— έφτασε, και την ώρα που ντυνόµουν για να φύγω η καρδιά µου χτυπούσε σαν µηχανικό σφυρί. Πήγα στο Τζού-µπιλυ και έβγαλα το εισιτήριο µου. Μου έκαναν εντύπωση δύο πράγµατα: πρώτον, ότι, αν και δεν είχα δει πουθενά αλλού αφίσες που να διαφήµιζαν την παράσταση εκείνης της ηµέρας, το θέατρο ξεχείλιζε από κόσµο —µάλιστα, είχα την τύχη να εξασφαλίσω ένα από τα τελευταία εισιτήρια— και, δεύτερον, ότι το εισιτήριο κόστιζε τουλάχιστον τέσσερις φορές παραπάνω από το κανονικό. Κάθισα στη θέση µου και περίµενα. Η ορχήστρα έπαιζε κεφάτη µουσική µέχρι να τακτοποιηθούν οι θεατές στις θέσεις τους. Ύστερα, τα φώτα της αίθουσας αχνόσβησαν κι εκείνο το σιγανό µουρµουρητό ανυποµονησίας που ακούγεται µόνο στην έναρξη µιας θεατρικής παράστασης άρχισε να βγαίνει από το κοινό. Ύστερα από λίγο, οι καλλιτέχνες του θεάτρου εµφανίστηκαν στη σκηνή και εκτέλεσαν ορισµένα κοινότοπα νούµερα µπροστά από την αυλαία· ένας ζογκλέρ, ένα κορίτσι-λάστιχο που αναγγέλθηκε ως η Έρπετίνα: το κορίτσι-φίδι", ένας πολύ κακός ταχυδακτυλουργός. Οι θεατές σφύριζαν και γιουχάιζαν, και ευτυχώς τα νούµερα τελείωσαν γρήγορα — ο σκοπός τους ήταν απλώς να γεµίσουν την ώρα µέχρι την κύρια εµφάνιση της βραδιάς. Για άλλη µία φορά, τα φώτα του θεάτρου χαµήλωσαν κι έσβησαν, και η ορχήστρα άρχισε να παίζει έναν ιδιαζόντως µελαγχολικό σκοπό. Η αυλαία σηκώθηκε και αποκάλυψε ένα διόλου πειστικό, χαρτονένιο σκηνικό, που υποτίθεται ότι αναπαριστούσε ένα µπουντρούµι. Το πάτωµα της σκηνής ήταν διάσπαρτο µε φτηνές αποµιµήσεις οργάνων βα- σανισµού. Ακολούθησε µία σειρά από σκετς, η µονοτονία των οποίων ήταν αντίστοιχη της αδεξιότητας των εκτελεστών τους. Είχα εν αγνοία µου έρθει για να δω µια παράσταση του θεατρικού είδους που, εάν δεν κάνω λάθος, οι Γάλλοι αποκαλούν Γκραν-Γκινιόλ, στα πλαίσια του οποίου η φαντασία των βαριεστηµένων θεατών διεγείρεται από σκηνές φόνων και αιµατοχυσίας. Ήταν φρικτό: ανιαρό, ποταπό και στερούµενο κάθε είδους ευφυΐας και επιδεξιότητας, παντελώς ανίκανο να συναρπάσει. Φαίνεται πως οι υπόλοιποι θεατές συµφωνούσαν µε τη γνώµη µου, γιατί µιλούσαν δυνατά κατά τη διάρκεια των σκετς και αποδοκίµαζαν τους καλλιτέχνες. Η Πωλέτ δεν εµφανίστηκε ούτε µία φορά. Όταν επιτέλους έφτασε το διάλειµµα, ήµουν τόσο απογοητευµένος που βγήκα έξω για να ξαναδώ την αφίσα και να βεβαιωθώ ότι είχα έρθει τη σωστή ηµεροµηνία. Και ήταν η σωστή. »Όταν επέστρεψα στη θέση µου µετά το διάλειµµα, αντιλήφθηκα µια ανεπαίσθητη αλλαγή. Οι θεατές µιλούσαν ψιθυριστά και µια παράξενη αίσθηση προσµονής είχε ηλεκτρίσει την ατµόσφαιρα του θεάτρου. Ήταν κάτι το φρικτό, που θα µπορούσα να το περιγράψω µόνο ως µια αύρα µακάβριας χαιρεκακίας. Φαντάζοµαι πως κάπως έτσι θα ήταν και η ατµόσφαιρα πριν τους αγώνες των µονοµάχων στην αρχαία Ρώµη. Με επηρέασε τόσο πολύ που ανατρίχιασε όλο µου το κεφάλι. Έπειτα τα φώτα αχνόσβησαν άλλη µία φορά, και η αυλαία σηκώθηκε. »∆ε θα µπορούσε να υπάρχει µεγαλύτερη αντίθεση µε την εικόνα της σκηνής πριν το διάλειµµα. ∆εν υπήρχε κανονικό σκηνικό, µόνο λευκές κουρτίνες κι ένα λευκό ύφασµα που κάλυπτε το πάτωµα. Στο κέντρο της σκηνής υπήρχε ένα κρεβάτι µε ψηλά, µεταλλικά πόδια και δερµάτινη επένδυση, σαν κι αυτά που έχουµε στα ιατρεία για την εξέταση των ασθενών. Το κρεβάτι ήταν σκεπασµένο µε ένα λευκό σεντόνι, και ολόκληρη η σκηνή φωτιζόταν από ένα µόνο λευκό φως. ∆εν ξέρω εάν ήταν αυθυποβολή, πάντως είχα την εντύπωση ότι µια αµυδρή οσµή αντισηπτικού πλανιόταν πάνω απ' τα φώτα της ράµπας. Αυτή η λιτότητα κατάφερνε πολύ πιο αποτελεσµατικά να υπαινιχθεί κάτι το τροµακτικό, [...]... υπέστη ένα σοβαρό ακρωτηριασµό— να επανεµφανιστεί χαµογελαστή, σαν να είναι απολύτως καλά; Μήπως έπρεπε να ξεχάσω όλα όσα είχα διδαχθεί —µα και δει στην Αγία Βερονίκ - σχετικά µε το µετατραυµατ - ό σοκ; Και τέλος, πώς και —ίσως πιο σηµαντικ - γιατί το είχε κάνει αυτό η Πωλέτ; »Έφυγα από το θέατρο µε το µυαλό µου ακυβέρνητο καράβι στη θάλασσα της ζάλης Ήµουν διχασµένος ανάµεσα στην επιθυµία µου να τραπώ... τροχήλατα τραπέζια και τράβηξε τα λευκά πανιά που τα σκέπαζαν, αποκαλύπτοντας κάθε φορά µία ή περισσότερες γυάλινες δεξαµενές γεµάτες µε ένα διάφανο, ελαφρώς υδαρές υγρό - µάλλον κάποιο συντηρητικό υγρό Και µέσα σε κάθε δεξαµενή ήτα - «Τα κοµµένα της µέλη» Το πρόοωπο του Ντάνφορθ ήταν κάτιοχρο και ανέκφραοτο «Ακριβώς» Ο Τόµπιν πήρε µια βαθιά ανάσα «Μέσα σε κάθε δεξαµενή, αιωρούµενο στο υγρό, ήταν ένα... κέντρο της σκηνής, µε µοναδική εµφανή ένδειξη της πολλαπλής αναπηρίας της το αφύσικο, άκαµπτο βάδισµα της Ένας σιγανός στεναγµός βγήκε από το κοινό κι αµέσως δυνάµωσε και έγινε, ρυθµικό κάλεσµα: "Π - έτ, Π - έτ!" Εκείνη έκανε µια µικρή υπόκλιση για να τους ευχαριστήσει Στεκόταν πια στο µέσο της σκηνής και έριχνε το βάρος της πότε στο ένα πόδι και πότε στο άλλο Τα φώτα της σκηνής έσβησαν, εκτός από έναν... µοναξιάς, αυτοεξορίας και τυραννικών σκέψεων »Μετά την παράσταση βγήκα στο φουαγιέ, ξεχειλίζοντας από εκείνον τον παράξενο συνδυασµό ευφορίας και αηδίας για τον εαυτό µου - να συναίσθηµα που συνόδευε κάθε παρουσία µου σε εκείνο το θέατρο της φρίκη -, νιώθοντας να µε συνθλίβει ο ερωτάς µου για την Πωλέτ και η αποστροφή µου για τις πράξεις µου, µα και για την αντίδραση µου σ' αυτές Ένα ελαφρύ άγγιγµα στον ώµο... απάντησε "Θα πρέπει να σας πω ότι τρέφω κι εγώ τα ίδια θερµά συναισθήµατα Σας σκέφτοµαι συχνά, από την πρώτη µας συνάντηση κιόλας, κι αυτές µου οι σκέψεις µετατράπηκαν σιγ - ιγά σε ένα δυνατό συναίσθηµα που διστάζω να κατονοµάσ - κι οµολογώ πως η απροθυµία σας να αποκαλύψετε τα συναισθήµατα σας νωρίτερα µε είχε απογοητεύσει" »"Μα δεν µπορούσα " »"Ναι, το κατάλαβα αυτό Όµως τώρα είστε εδώ, και δεν έχουµε... εντονότερη αίσθηση ενοχής για το σακάτεµα της, αλλά υπεράσπισα τον εαυτό µου µε την πεποίθηση µου ότι εάν δεν το είχα κάνει εγώ, θα είχε βρει κάποιον άλλο στη θέση µο - τόσο αναπότρεπτη και προδιαγεγραµµένη ήταν από την αρχή κιόλας η πορεία της Σιγ - ιγά η σχέση µας έχασε την αρχική της ένταση, δίχως αυτό να επηρεάσει τη θερµότατη φιλία µας, και πιστεύω ότι ξέραµε και οι δυο µας πως κάποια στιγµή θα χωρίζαµε... γεγονότα του παρελθόντος είχαν ξεθωριάσει αρκετά, και αισθανόµουν ότι µπορούσα να επισκεφτώ τα παλιά µου ληµέρια χωρίς να αναστατωθώ πολύ ∆ε σκόπευα να πάω στο Τζούµπιλυ - άλιστα, υποπτευόµουν ότι µάλλον θα είχε κλείσει, καθότι η ζωή των µιούζι - ολ εκείνων των ηµερών ήταν εφήµερη— µα κάποιο υποσυνείδητο ένστικτο θα πρέπει να µε οδήγησε σε εκείνη τη διασταύρωση Είδα µπροστά µου εκείνη την παµπ, τον πρώτο... παράσταση σηµατοδότησε τη µετάβαση της σχέσης µου µε την Πωλέτ σε ένα νέο επίπεδο» Εµφανώς ταραγµένος, ο Τόµπιν ξαναγέµισε το ποτήρι του και το ήπιε µονοµιάς Είχε καταναλώσει υπερβολική ποσότητα µπρ - τυ, µα έδειχνε τόσο νηφάλιος όσο θα ήταν εάν δεν είχε πιει σταγόνα Το βλέµµα του φανέρωνε µια τροµερή συναισθηµατική ένταση κι ένας µικρός µυς τρεµόπαιζε στο σαγόνι του «Τα όσα ακολούθησαν µετά βίας...σε σύγκριση µε τα χονδροειδή και τετριµµένα σκετς του πρώτου µέρους Αυτή η σουρεαλιστική απλότητα ήταν γνησίως διαταρ - τική Τα χάλκινα όργανα της ορχήστρας έπαιζαν σιγανές, αραχνοΰφαντες, σχεδόν υποσυνείδητες µελωδίες Για αρκετά λεπτά, δε συνέβη τίποτα Με την εξαίρεση της µουσικής, στο θέατρο επικρατούσε σιωπή Κάποια... µόνο εσείς θα ωφεληθείτε απ' όσα θα πω" »Η Πωλέτ ήταν τότε είκοσι επτά ετών Είχε γεννηθεί το 1864 στο Άλντγκεϊτ, µοναχοπαίδι φτωχών γονιών Στην αρχή έδειχνε σαν ένα απολύτως φυσιολογικό παιδί, µα σιγ - ιγά οι άνθρωποι γύρω της άρχισαν να παρατηρούν κάτι παράξενο Ίσως να έχετε ακούσει για εκείνες τις εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις ανθρώπων που γεννιούνται µε ολική υπαισθησία, δεν έχουν δηλαδή την ικανότητα . τη - έγερνε το κορµί της πότε απ' τη µία και πότε απ' την άλλη πλευρά για να σηκώνει κάθε ξύλινο πόδι από το πάτωµα, και µε κάθε νέο βήµα οι µικροί ξύλινοι κύβοι στην άκρη των πα - άλων. µιούζι - ολ είχε νούµερα µε ζογκλέρ, ακροβάτες, φλογοφάγους και ανθρώπου - άστιχο, κάθε παµπ και καπηλειό στο Ηστ Εντ διέθετε ένα µικρό µουσείο µε ανθρώπους καταραµένους µα και ευλογηµένους απ'. ίδιο αυθάδικο αέρα. Στον ώµο της κουβαλούσε ένα µεγάλο σα - ο - γιάζ. Εκείνο, όµως, που µε έκανε να σαστίσω και πραγµατικά µε συντάραξε - αι πρέπει να σας πω ότι λίγο έλειψε να µην πιστέψω στα