1. Trang chủ
  2. » Ngoại Ngữ

ta staurodromia tou laburinthou - kornelios kastoriades

203 281 0

Đang tải... (xem toàn văn)

Tài liệu hạn chế xem trước, để xem đầy đủ mời bạn chọn Tải xuống

THÔNG TIN TÀI LIỆU

Thông tin cơ bản

Định dạng
Số trang 203
Dung lượng 14,33 MB

Nội dung

,. Τά &Υiμur. ~, σι ryχι;ντρώ,ιoνtt.ι:ι ο' ιιιr:όν ,,:ΙL\L τόJιι, ι (w:ι · φq)()vται ΟΕ &ιiφflΙ~ θ:μα:α.1':Ι.Μ) δείΧ"'f)Ι)V 'Ιι<1. μΤϊ'\ι qI)(,N oxfmJ μι"fΙΧξιl 1"οος : 1'ijν ψtιχα:llάλιχτη . τη τλώoσa. τίς κοι ~ woiIIlX i .; έΠ'σΠ;μcς . την πχw.ιλr.orια . την "oΛlTt.,q ()U(()';V μια. 'Ωστόσο τά (ιιΛιtχι\ χατα βιifΊος μιά κοινή ::'('>'fJ,Ck. Τιi. &:ΙΧ41ια χατατtt'W.ιι.l"1 ατό \ιά χrrτι-ψρίι,f,N)I)ν 'riJ'ι O('J'Πj τής .=~ιστημιJ'Axι'ιττr:rτς • • ίnχr.rωu μι)βou -ι-ώ" πρoα~"ιω xιr.rιm«r."'.XΏv μτr.ιmrwμών πι,.) tξαxι,ιλι.M ιθf>i.N \ιά ύφ.: ιττι::ινται K(I'-:π.τv"".nι C-;'t~ (xιd χιφ.χ;1 ατό \ι(Χ χατΓl &ίξοι.r" δ-n αύτη Τι ό::riρι:Jtψη l:ιχι μό\ιΟ &ν μας άφι'ι:τλίζει . ι'iλλα ΙΙ\ι(ι1 και iι α-,αyχr ι:Vι πρolJπόHroη yιιJ. w.t ι'.cνtψε-τω · mσοομι αύτό: ΠOl) μ~ άπασΥρλουν aνt:)((1!k,ll: τό ν<ί διn ιρωτi.σOυμε τόν χόημο lrnoI) ciμαστε \1(1. χάW>Ι'fJ.C vι1: [t\H'J.L αιπό πι.ιύ ΔΈV (l\HJ.! . ktn.!'ταΙ.If)(Ί/lμι'jμrσ rvύ \r.ι/h./fJ(wNJιJ. δι" :x.αιόι.ιασ;'C ά\OCπαWJρ6ωτα ί(α'. &\1 σιWΑντάμε x~ "Ιι'ιώται.JfJΟ ΠΟΙ) Wx jι''ιν iινrΛC~ τη δύw:ψή τι>ι:) 1':t1':r) τίς φα  νroΠ'.ώoι:ις μα;. υ ΚαC'7't'Uf"J ιlιη;. ό όπομκ; h",,)!.& χα:W>ιJρwιJς ~Ι(MX; στη ox.tψη T:ntJ άφoρic στη\! ΚΟ'.\ιωνό.α. ΣτΗv i.ιπoιιία χαι 01"Ij'.ι ποΑι":'.X'Ij. xaταφqι c ι ί:δώ, mα ΆΣφUXΤΙχα C1Ut'JΠjμα · τα (.ιλλά χα.ι σrίς DI'yχlJlfJ\ICς ψt:uδικι:.νατιMJ1tι.ς '{CιCιc;'_ ΧΤΙ' ,μΙΧ7α 7toU 7q')()()Ι.ωνίζ,ιινται κι::ιt ι::Ιναι ΟΙ πρ{WSι)Oμα της αv.ty<ννφης. • , Ι , " }: @ KoΡVΗλωι; Καστοριάδης "αί ϋψιλον/{Jι{Jλiα, 1991 ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ ΤΑ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙΑ ΤΟΥ ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΥ Μετάφραση άπό τά γαλλικά Ζήσης Σαρ{κας υψιλσνΙ βιβλία Bιβλiα τού KoΡVΉλ«:w Καστοριάδη στά έλληνικά ['Εκδόσεις i1ψΙΙ.oν/βιβλία] Ή Oirιρική έπαvάατι:ιση 1956, 1919 Τό έπαvασrατικό πρόβλημα σήμε(jU, 1984 Ή Γραφεwκραrική κοινωνία, Ι, 1 ~8S Ή Γραφειοκρατική κoιvΩvΊΊι, ΙΙ, 1985 Ή πείρα τού έργαιικoV κινήματος, Ι, 198ι\. Ή πείρα τού έργατικοiJ κινήματος, ιι, 1984 Ύπάρχει σoαιαλιonκό μovιtλo ιiΙΙΆΠWΞης; 1984 Μπροστά aτόν πόλεμο, 1986 Ή yαλλικ1j κοινωνία, \986 Τό περιεχόμενο τοΟ σoσιαλισμoiί, 1986 Ή αρχαία έλληvική δημοκρατία, 1986 Σύγ,rρovoς καπιταλισμός καί έπανάσταση, 1987 Καιρός, 1987 Πρώτες δοκψές, 1988 Ο[ όμιλίες aτήν ΈUάδα, 1990 Τά σrαvρoδρόμια roiί λαβύρινθου, 1991 -ο θρυμματισμένος κόσμος, 1992 :Ανθρωπολογία, Πολιτική, Φιλοσοφία, 1993 Χώροι τού άνθρaλιroυ, 1995 Ή "όρθoλoyικόrητα" τού καπιταλισμού, 1998 Ή άνοδος Πjς ιiσημανrάrητας, 1999 ['Εκδόσεις Ράππα] Ή φαm1σιαΚή θέσμWΗ τής κοινωνίας, 1981 'Από πjν oiκoλoγία στfιv αύroνoμi(J, 1981 Πρόλογος Μέσα στόν κόσμο τη:; ζωης μπορουμε νά ρωτήσουμε, καί ρωτα με γιατΙ ; fJ., τί είναι ; <Η απάντηση είναι πολλές φορές αβέβαιη. τι ε[ναι αιJτό τό λευκό άνηκείμενο έκεί κάτω; Είναι δ γιός του Κλέωνος, λέει δ Άριστοτέλnς, ~~ τουτφ δέ [τό λευκό αντικείμε νο] συμβέβηκεν υίφ Κλέωνος είvαl})l. Δέν ρωταμε όμως αύτό πού ρωτάει ό • Αριστοτέλnς: τί είναι δρij.v, τ{ είναι αύτ6 πού βλέπουμε, τΙ εΙναι αύτ6ς που βλέπει; 'Ακόμα λιγότερο ρωτάμε: τί είναι αιJτό τό ίδω τό ερώτημα, καί τό έρώτημα εν γένει; Μόλις τό ρωτήσουμε αιJτό, ή περω')'.ή αλλάζει. Δέν είμαστε πιά μέσα στόν κόσμο της ζωης, μέσα στό τοπίο πού μένει σταθερό καί άδιατάρακτο κι δταν ι'.tKόμα τό ΙΙναστατώνει ή πιό βίαιη κίνηση, στό όποίο θά μπορούσαμε νά περιφέρουμε τό βλέμμα μας σύμφω να μ.' Ι!.να. διατεταγμένο πρ{ν-μετά. Τό φως τσ\) κάμπου χάθηκε, τά βουνά πού προσδιόριζαν τά δριά του δέν βρίσκονται πιά έκεί, τό άρίφνητο γέλιο της έλληνικης θάλασσας δέν άκούγεται πιά. τίπο τε δέν είναι άπλώς τοποθετημένο δίπλα σέ κάτι δ.λλο, τό πιό κον τινό εΙναι τό πιό μακρινό. οί διακλαδώσεις δέν διαδέχονται πιά Τι μιά τήν ΙΙλλη, ύπάρχουν συγχρόνως καί ή μιά εισχωρεί σττΊν liλλη. "Η εΙσοδος του Λαβύρινθου είναι ό.μέcως ενα ό.1fό τά κέντρα του. 1'i μαλλον δέν ξέροι>με πιά αν ε[ναι κέντρο, τί είναι κέντρο. Σκοτει νές στοές έκτείνονται πρός δλες τίς κατευθύνσεις, μπερδεύονται μέ ιΙλλες πού έρχονται ποιός ξέρει άπό που κα' πού ίσως δέν όδη Υουν πουθενά. Δέν έπρεπε νά δρασκελίσουμε τό κατώφλι αυτό, έ πρεπε νό. μείνουμε άπέξω. ' Αλλά δέν εΙμ.αστε πιά κάν βέβαιοι dv δέν τό έχουμε άνtKαθεν δρασκελίσει, αν οί κίτρινες καΙ λευκές κηλίδες τών ασφοδέλαιν, πού έπανέρχονται κάπου κάπου νά μας ταράξουν, εχουν ποτέ υπάρξει άλλοϋ καί δχι μόνο στήν έσωτερική πλευρά τών βλεφάρων μας. <Η μοναδη('ή έκλο'Υή που μας άπομέ vει είναι νά χωθουμε στή μιά στοά κι δχι στήν δλλη, χωρίς νό ξέ ρουμε που θά μπορουσαν νά μας όδηγήσουν, ουτε iiv μας ξανα :ρέρνουν έσαεί στό ίδιο αιJτό σταυροδρόμι 1'i σ' ένα άλλο έντελως πανομοιότυπο. 1. Περί ψιιΧίίς, ΠΙ, 1, 42Sα, 26 27. 7 Σκεφτόμαστε δέν σημαίνει βγαίνουμε lι.πό τό σπήλαιο, ούτε δτι άντικαθιστούμε τήν άβεβαιότητα των σκιών μέ τά εόδιάκριτα πε ριγράμματα των ίδιων των πραγμάτων, τό τρεμουλιαστό φέγγος μιας φλόγας μέ τό φως τού άληθινού ήλιου. Σημαίνει μπαίνουμε στόν Λαβύρινθο, πιό σΙ:ΙΥκεκριμένα κάνουμε νά είναι καί νά φαίνε ται fνας Λαβύρινθος, Ινώ θά μπορούσαμε νά είχαμε μείνει «ξα πλωμέναι άνάμεσα στά λούλουδα, άτενίζοντας τόν οόρανό»2. Ση μαίνει χανόμαστε μέσα σέ στοές, πού ύπάρχουν μόνο έπειδή τίς σκάβουμε άκούραστα εμείς, περιστρεφόμαστε στό βάθος ένός ά διέξοδου τού όποίου ή ε{οοδος fXtt κλείσει πίσω άπό τά βήματά μας - ώσπου Τι περιστροφή αότή νά lι.νoίξειlι.νεξήγητα βατές ρωγ μές στό έσωτερικό τοίχ;ωμα. 'Ασφαλώς, κάτι σημαντικό f'ιθελε νά δηλώσειό μύθος δταν πα ρουσίαζε τόν Λαβυρινθο ώς fpγo τού Δαιδάλου, ένός άνθρώπου. [ιά μιά άκόμη φορά, καί i}ottpa άπό τόσες ίiλλες, τά κείμενα πού είναι συγκεντρωμένα Μω θέλουν νά ξαναπιάσουν καί αν είναι δυνατόν νά άνανεώσουν τά άκόλουθα έρωτηματα. Τί ε{ναι ή ψυχή - καί σέ ποιό βαθμό, όπό ποιές συνθήκες, μας υποχρεώνει Τι ψυ χανάλυση νά τήν σκεφτόμαστε διαφορετικά; Τί είναι ή γλώσσα - καί πώς μπορούμε νά μιλούμε γι' αότήν; Τίεlναι τό μαθηματικό, τό φυσικό, τό βιολογικό, τό κοινωνικο-ιστορικό άντικείμενο - καί πώς αότό παραδΙδεται στό έξαιρετικό έγχείρημα πού εΙναι ή νεοτερική επιστήμη, καί πώς, συγχρόνως, ξεφεύγει άπ' αότήν; Μέ άφετηρία τι, καί μέσφ τίνος πράγμαΤΟζ, μπορσυμε νά μιλαμε γιά οικονομία, ίσότητα, δικαιοσύνη, πολιτική; ΦιλοδοξΙα όπέρμε τρη, άναίτια καί υποχρεωτική: νά διαυγάσουμε τό παράξενο γεγο νός τού εtδέναι, νά έξερευνήσουμε την παρούσα κατάστασή του, νά άναζητήσουμε σ' αότήν σημασίες πού τήν ξεπερνούν. KUK~'Yi iiμεσος, κοινότοπος, γνωστός άπό πολύ παλιά - πρα κτικά, άπό τη στιγμή πού άρχΙζει νά άρθρώνεται ή θεωρία. Δέν θά σταματήσουμε νά τόν διατρέχουμε. Ό βιαστικός 'άναγνώστης θά σκεφτεί: τά κείμενα αυτά άποτιμουν f\ έπιιφίνουν τή θεωρία. Μέ άφετηρία τί, στό δνομα τίνος πράγματος; Μήπως κι αυτά τά ίδια δέν είναι κείμενα θεωρητικά, μήπως δέν έγγράφονται στή θεωρΙα τ'Ου άντικειμένου «θεωρία», μήπως δέν χρησιμοποιούν τά μέσα αότού τό όποio έπικρίνουν; Τί είναι ή θεωρία; Ή δραστηριότητα τών θεωρητικών. Οί δέ θε- 2 Rilke, Immeτ WΊMer 8 ωρητικοί ε[ναι αυτοί πού κάνουν τή θεωρία. Ή επιστήμη είναι Τι δραστηριότητα τών έπιστημόνων - αότών πού κάνουν τήν επιστή μη. Γελοioς κύκλος. Τί νά βάλουμε δμαις στή θέση του; 'Ασφα λώς, εΤναι δυνατοί καί αλλοι όρισμοί. Παραδείγματος χάρη: ή έπι στήμη ένός άντικειμένου είναι τό σύστημα τών άληθών (η ορθών, i\ μή διαψευσμένων) άποφάνσεων πού άφορούν στό άντικείμενο αότό. 'Εδώ συναντιούνται δ πιό ρηχός θετικισμός καί ό πιό άπό λυτος ίδεαλισμός. «Ή άληθινή φιγούρα μέσα στην όποία υπάρχει ή άλήθεια μπορεί νά είναι μόνο τό έπιστημονικό σύστημα της άλή θειας αότης»]. Ποιό άντικείμενο, καί τί είναι ενα άντικείμενο; Τί είναι μιά άληθής (i'ι όρθή, η ].ιή διαψευσμένη) lι.πόφανση; Τί σημαί νει συστημα, &ς ποιό σημείο όφείλει νά ε{ναι συστηματικό ~να σύ στημα γιά νά είναι δντως σύστημα - καί πού εΙδε ποτέ κανένας l.να σύστημα; Καμία άπό τίς όπάρχουσες έπιστημες δέν εΙναι περισσότερο ά ποδεικτική, fι περισσότερο συστηματική, άπό τή μαθηματική. Καί άκριβώς γι' αότήν, ένας ειδήμονας, ό Bertrand Russel, f.λεγε: «Ή μαθηματική είναι ή έπιστήμη στήν όποία δέν ξέρουμε ποτέ γιά ποιό πράγμα μιλίiμε, ούτε αν εΙναι lι.ληθές αυτό που λέμε». Θά f- πρεπε νά fχουμε πλήρη άγνοια των μαθηματικών Υιά νά πιστέψου με ότι ή παραπάνω φράση είναι Δπλό εόφυολόΥημα. Στά μαθημα τικά δέν ξέρουμε ποτέ Υιά ποιό πράγμα μιλiiμε: μιλιiμε γιό δλα καΙ Υιά τίποτε Ιδιαίτερα, γιά τό δτιδήποτε ώς τέτοιο, Υιά τό κάτι έν γένει. Προσπαθούμε νά εξειδικεύσουμε έφοδιάζοντας αυτό τό κάτι μέ Ιδια{τερες ίδιότητες, συμπυκνωμένες σέ μιά δμάδα άξιω μάτων. 'Αργά fι γρήγορα άvnλαμβανόμαστε δτι κάναμε κάτι αλ λο άπ' αυτό που νομίζαμε πώς κάναμε. Ό Peano διατυπώνει τά ά ξιώματα των φυσικών lι.Kεραίων- άνακαλύπτουν επειτα ότι δέν εί ναι κατηγορικά, δη τά Ικανοποιούν έξίοου κα{ t'iUa σύνολα (λό γου χάρη, ή άκολουθία Ι/ν). Νομίζουμε γιά πολύ καιρό (καί όπό μιά έννοια πάντοτε) δτι ύπάρχει ριζική διαφορά ανάμεσα στό μή άριθμήσιμο σύνολο τών πραγματικών άριθμών κα! στά άριθμήσι μα απειΡοσύνολα (λόγου χάρη, τό απειροσύνολο των φυσικών ά ριθμών). 'Αποδεικνύεται όμως δτι κάθε συνεπής θεωρία τοΟ μή ι). ριθμήσιμου συνόλου τών πραγματικών άριθμών εχει ένα άριθμήσι μο μοντέλο (LQwenheim-Skolem). - Δέν ξέρουμε αν αυτό πού λέμε etvat άληθές: αυτό πού λέμε εξαρταται άπό τά άξιώματα πού ε- 3. Hcgel, Ph~nomCnolog1t: de J' Esprit, (Ή φαινομενολογία το\'! 71\1εύμα:εος), nΡόλοΥας, (γαλ. μτφ. όπό Hyppolίte, τομ. Ι, σ. 8). 9 χουμε θέσΕ1, τά. όποία είναι, έκτός υπό όρισμένες συνθijκ:ες. αόθαίρετα - καί δέν βλt1l0υμε ποιό νόημα θά μπορούσαμε νά δώ σουμε στό ζήτημα της «αΙήθΕ1ας» τών αξιωμάτων, oιJτε όμως πώς θά μπορούσαμε νά τού άrn'ηθούμε κάθε σημασία (παραδείγματος χάρη: 'γιατί αύτά εδώ τά αξιώματα καί όχι άλλα; 8Ως πού φτάνει ή «αόθαιρεσία», '1\ ή έλευΒερία, τού μαl}ημαΤΙKOύ;). Ε[ναι ύπεκφυ Ύ1l νά λέμε δτι tι άλήθεια ~νός μαθηματικου συστήματος δέν είναι τίποτε περισσότερο από τή μή-άντίφασή του. ~Eρxεται τότε κά ποιος πού άποδεικνύει δτι ή απόδειξη αυτης της μή-αντ{φασης, liv ε{χε Ύίνει. θά συνεπέφερε μιά αντίφαση. Καί όμως: ένας liλλος ει.δήμονας, δ Wigner. έκφράζει τήν παρα πάνω από δικαιολογημένη f:κπληξή του μπροστά στήν unreason- able effectivcncss of mathematics - στήν αδικαιολόγητη άποτελε σματικότητα των μαθηματικών. Τό δαιδαλώδες καί άβέβαιο αυτό τέχνημα φαίνεται ότι μπορεί ν' αγκαλιάζει άπεριόριστα τό πραγματικό - ,1\, έν πάσ1] περιπτώσει, τό παρατηρήσιμο (δρος, μέ τή σεφά του, κάτι περισσότερο άπό μυστηριώδης). Μήπως έπειδή τό ανταναKλίi; Πώς δμως θά μποροϋσε νά τό άνταναKλίi, αψοϋ μετέχει ένεργητι"ά καί ούσιαστικά στήν κατασκευή του; 'Ακόμη περισσότερο, πώς θά μποροϋσε νά τό άνταναKλίi, αφού τη μία φο ρά στις δύο, πού λέει ό λόγος, προηγείται απ' αυτό; Στίς σημαντι κές περιπτώσεις - πού εΙναι τώρα πληθος - ό θεωρηηκός δ(νει έν τολή στόν παρατηρητή νά έρευνήσει όχι τό τάδε ανηκείμενο, αλ λά τόν τάδε καινούριο καί δ.γνωατo~τύπo άντικειμένου. Μόλις βλέπει γιά πρώτη φορά τίς τέσσερεις έξισώσεις τοϋ Maxwell, ό Hertz αναφωνεί: «1st es ein Oott, der diese Zeichen schrieb?» (Θεός εγραψε τούτα τά σύμβολα;). οι έξισώσεις αυτές συμπυκνώνουν σέ τέσσερεις γραμμές fvav τεράστιο άριθμό πεφαματικών γεγονό των - άλλά καί προχωρούν πολύ πιό πέρα από τή συμπύκνωση αύτή' συνεπψέρουν πραγματικές κα{ θεωρητικές συνέπειες, πού κανένας δέ,J τίς είχε υποψιαστεί ως τότε. 'Ανάμεσά τους, ή δπαρ ξη τών ραδιοφωνικών κυμάτων, τά όποία θά «ανακαλύψει» λίγα χρόνια αργότερα ό Hertz. Τότε δμως, ποιός τά ανακάλυψε πραγ μαηκά; -Τό 1928, ό Dirac κατασκευάζει μιά σχετικισηκή έκδο χή της κβαντομηχανικής. Σ' αυτήν, μιά όρισμένη έξίσωση συμ βαίνει νά εχει δυό λύσεις ταυτοτικές, μέ μόνη διαφορά τό (αντίθε το) αλγεβρικό πρόσημο. Ή μιά αντιστοιχεί σέ κάτι γνωστό καί παρατηρημένο: τό ήλεκτρόνιο, μέ άρνητικό Ί'ιλεκτρικό φορτίο (που οί φυσικοί τό θεωροΟν τόν ύποστασιακό κόκκο της οντότη τας του αρνητικού ηλεκτρισμου). Ή δ.λλη φαίνεται νά άπορρέει ά πλως άπό τίς μαθrιμαΤΙKέι; ιδιορρυθμίες της εν λόγφ έξίσωσης. Τό 10 1931, ό Dirac αποφαίνεται δτι αντιστοιχεί σέ μιά φυσική πραγματι κότητα: ατό θετικό ηλεκτρόνιο il ποζιτρόνιο. uEva χρόνο αργότε ρα, θά παρατηρηθεί πράγματι πειραματικά καί αύτό. (Δέν τελειώ σαμε δμως μέ τίς διακλαδώσεις: δέν συμβαίνει πάντοτε έτσι. Σέ 4λλες περιπτώσεις, σέ απόλυτα άποδεκτές μαθηματικές λύσεις δέν αντιστοιχεί τίποτε πραΎματικό). - Κάπου δεκαπέντε χρόνια χρωτύτερα, δ Einstein, καθισμένος στό γραφείο του, προσπαθου σε νά ξεχάσει δλη τή φυσική που γνώριζε, κα{ εθετε στόν έαυτό του τό ακόλουθο «απλό}} έρώτημα: πώς θά ηταν ένα συμπαν που 06σιαστικά θά υπάκουε μόνο σέ μιά μαθηματική συνθήκη (δτι οΙ νόμοι πού τό διέπουν είναι αμετάβλητοι σέ σχέση μέ κάθε συνεχή μετασχηματισμό τών συντεταγμένων); Κατέληξε σέ μιά θεωρία πού, μολονότι είναι ριζικά διαφορετική ώς πρός τή μορφή καί τό πνεύμα, ξαναβρίσκει δλα τά αποτελέσματα της ύπάρχουσας μα κροφυσικής, τά βελτιώνει σέ μερικά παρατηρήσιμα (καί παρατη ρημένα) σημεία, καί πού, dv δέν υπήρχαν οί ψυχολογικές άναστο λές τού Eίnstein (κοντολοΎίς: δτι δέν είχε μπορέσει νά ξεχάσει έν τελώς αυτό πού πίστευε πώς γνώριζε από τή φυσική), θά τόν είχε όδηγτ'ισει νά προείπει τό πιό απίστευτο φυσικό γεγονός πού παρα τήρησε ποτέ ό dνθρωπος: τή διαστολή του σύμπαντος. W Αλλωστε, γιά τή λογική τής ανωτέρω ίστορίας, οί αναστολές αύτές ελάχιστη σημασία εχουν: μαλλον έπιβεβαιώνουν αύτό πού προσπαθώ- νά πώ. ~Oτι οί εξισ6>σεις τού Einstein συμπεριλάμβαναν στίς λύσεις τους κα! διαστελλόμενα σύμπαντα, άποδε!χτηκε από τόν Sitter (1917) καί τόν Friedmann (1922), πρίν από τίς αξιομνημόνευτες παρατηρήσεις τών Slipher, Shapley καί Hubble, il άνεξάρτητα άπ' αύτές. 'Υπάρχει ασφαλώς factum της εμπειρίας '1\ τοϋ είδέναι. Ύπάρχει δμως καί εξίσου σημαντικό factum της πλάνης (δέν αναφέρομαι σέ λάθη στούς υπολογισμούς) καί προπάντων της αβεβαιότητας. Καί υπάρχει factum της σύμπλεξης. τών δύο. Είναι ρηχή αυταπάτη νά πιστευουμε στόν άπλό, ξεκάθαρο, εύδιάκριτο διαχωρισμό τους. Τό Ιδιο ρηχή αυταπάτη είναι νά πιστεύουμε δτι δλα αξί ζουνΛσχύουν. Σήμερα μοιράζονται σχεδόν ισoΔUναμα τό προσκή νιο οί άκόλουθες δύο αυταπάτες: θετικισμός, επιστημονισμός, ρα σιοναλισμός, στρουκτουραλισμός, άπό τό fva μέρος - Ιρρασιο ,ναλισμός, άπλοϊκός σχετικισμός, βιαστικές καί έπιπόλαιες κα ταπελίες της «Έπιστήμηζ}} καί του «ΕΙδέναυ}, άπό τό άλλο. Τό κοινό έδαφος τών δύο: ή παιδιάστικη πίστη δτι θά μπορέσουμε κάποτε νά ξεφόγουμε από τό ζήτημα της αλήθειας, λύνοντάς το μιά γιά πάντα -ή διακηρύσσοντας δτι στερείται νοήματος. 11 "Υπάρχει επίσης καί πρ~παντός τό t'ιKόλoυθO κοινότοπο, όγκω δες, δμεσο γεγονός, πού δέν τό στοχαζόμαστε ποτέ t'ιληθινά, πα ρά μόνο στήν περιγραφή, Ii τήν t'ιπόλυτη (<<διαλεκτική») ρασιονα λιστική αναγωγή: ύπάρχει άλλοίωση της έμπειρίας, ύπάρχει ίστο ρ(α της, μέ τό βαρύνον νόημα τού δρου. Περιττό νά μιλησουμε Ύιά τό άνθρωπολογικό πεδίο, όπου θά ή ταν σκληρό νά υπενθυμίσουμε σήμερα τίς αλλοτινές βροντερές διακηρυξεις σχετικά μέ τή συντελεσμένη επιτέλους συσταση του αυστηρού κλάδου γνώσης ,που θά έδινε απάντηση στά πάντα (τι «δομική}) οικονομία, ή «δομική}) εθνολογία). "Ας εξετάσουμε κα λύτερα τά ζητήματα πού 9έτει τι αξεδιάλυτη αυτή σύμπλεξη στό πεδίο τών λεγομένων ακριβών επιστημών. Πενήντα χρόνια τώρα, ένώ συσσωρεύονται μέ άπίστευτο ρυθμό τά άποτελέσματά τους, γίνεται συγχ;ρόνως λόγος Υιά τήν κρίση τους - σάν νά επρόκειτο γιά fva ριζικά καινούριο γεγονός. Είναι άλήθεια ότι, άπό τίς t'ιρχές του αιώνα, Τι εξέλιξή τους δημιούργησε, tι κάνει επιτέλους εμφα νεις, άποφασιστικές t'ιντινσμίες ή ρωγμές στούς θεμελιώδεις κλά δους γνώσης. Είναι όμως εξίσου άλήθεια, όταν κοιτάξουμε τά πράγματα από πιό κοντά, δτι άνάλογες άντινομίες ή ρωγμές υ πηρχαν ανέκαθεν. Πράγματι, τι κρίση συνίστατο ουσιαστικά στό έξfjς: ΟΙ - λιγοστοί - έπιστήμovες πού έβαζαν τό μυαλό τους νά δουλέψει, κατάλαβαν δτι Τι κρίση t'ιΠOτελει τή μόνιμη (λιγότερο ii περισσότερο t'ινOΙXτή, λιγότερο tι περισσότερο ύποβόσκουσα) κα τάσταση της επιστήμης. Καί είδικότερα: δτι τά μεταφυσικά αίτη ματα πάνω στά όποία στηριζόταν τι δραστηριότητά τους δέν ήταν διόλου αυτονόητα (γεγονός πού, από τό dλλο μέρος, ήταν άνέκα θεν προφανές). ~Eτσι, ή κρίση τούς παρέπεμψε κατευθειαν στά φι λοσοφικά ζητήματα τά όποια έγείρει Τι επιστημονική τους δραστη ριότητα: ζήτημα της φύσης της δραστηριότητας αυτής, του αντι κειμένου της, τfjς μεταξύ τους σχέσης. Κατ' αυτό -ttv τρόπο, t'ιναδύεται εκ νέου καί ρητά Τι φιλοσοφική ερώτηση, καί μάλιστα από την καρδιά τfjς επιστημονικfjς δρα στηριότητας. 'Αλλά επίσης, καί μάλιστα γιά πρώτη φορά, υπό μιά άλλη μορφή: ώς ερώτηση πού άφορα στήν ίστορία καί τήν 1στορι κότητα τής έπιστήμης. Διαλύονται οΙ αυταπάτες τών διαδοχικών προσεγγίσεων, της σώρευσης τών άποτελεσμάτων, της σταδια κης καΙ συστηματικfjς κατάκτησης μιας άπλης ορθολογικής τά ξης προϋπάρχουσας στόν κόσ μο. Ύ πάρχει φιλοσοφικό (καί όχι α πλώς «επιστημολογικό}» ~ήτημα, πού αφορά στό γεγονός μιας ι στορίας της επιστήμης. Ζήτημα πού αποτελει μέν μέρος τού φιλο- 12 σοφικού ζητήματος της ίστορίας εν γένει, αλλά δέν δέχεται νά διαλυθει άπλως μέσα σ' αυτό. W Ας διατυπώσουμε συνοπτικά μιά από τίς οξύτερες στιγμές τού ζητήματος αυτού. ΟΙ επιστημονικές θεωρίες διαδέχονται ή μιά τήν iiλλη. Στή διαδοχή δέ αυτή δέν μπορούμε νά δούμε οί)τε τάξη, oυ~ τε άπλή άταξία. Σέ τακτά χρονικά διαστήματα, οί άποδεκτές θε ωρίες αποκαλύπτεται πώς είναι «ψευδείς» iΊ πώς δέν είναι «άλη θεις», δπως νόμιζαν όταν τίς διατύπωναν. οι καινούριες θεωρίες δέν εΙναι καλύτερες προσεγγίσεις: έχουν μιά άλλη λογική δομή καί διαφορετικές μεταφυσικές προϋποθέσεις, δέν προστίθενται στΙς πΡ6)τες, τίς άναφουν καί τίς καταργούν. (Δέν θά είιε δέ κα νένα νόημα νά πούμε δτι τίς «ύπερπηδουν διαλεκτικά)). Κι όμως, στ{ς σημαντικές περιπτώσεις, οΙ παλιότερες θεωρίες δέν είναι ά πλώς «ψευδείς». Είναι σάν νά άντισΤΟΙΧΟύσαν, καί νά έξακολου θούν πάντοτε νά ι'ι.ντιστοιχουν, κατά τρόπο μή κοινότοπο, σ' ένα μέρος ή μιά στιβάδα του τυπικού iΊ πραγματικου άντικειμένου - μέρος tι στιβάδα πού μολατα6τα δέν άφήνεται νά ένσωματωθει ιωρίς νά δημιουργεί προβλήματα στά ευρύτερα μέρη στά όποία ει σέρχονται οί επόμενες θεωρίες. Τά ρήγματα είναι πολύ πιό βαθιά άπ' δσο συνήθως πιστεύεται' τό ίδιο δμως καΙ μία παράξενη συνέ χεια. "Υπό μιά έννοια"ύπάρχει μ(α μαθηματική καί μ(α φυσική, έ δω καί είκοσι πέντε αιώνες. (Ή διαβεβαίωση αύτή θά φανεί κοινό τοπη σ' δσους δένγνωρίζουν τήν σύγχρονη επιστήμη, καί σκανδα λώδης σ' όσους τήν γνωρίζουν). Τά γεγονότα αυτά θέτουν ένα ζήτημα άφ' ένός όσον άφορα στή φύση της επιστημOνtKης δραστηριότητας καί άφ' έτέρου όσον ά φορα στή φύση αυτού-πού-εlναι. Ή δπαρξη μιας ίστορίας της επι στήμης λέει κάτι γιά τήνΤδια τήν επιστήμη. Λέει δμως καί κάτι γιά τό αντικείμενό της, αφού αυτά πού διαδέχονται τό ένα τό άλλο εί κοσι πέντε αι&νες τώρα δέν είναι ένα σμηνος νεφων πού σκορπί ζουν χωρίς ν' αφήσουν ύπόλειμμα. Πρέπει όπωσδήποτε τό ι'ι.ντι κείμενο αΌτό νά είναι (νά είναι φτιαγμένο) κατά έναν ορισμένο τρόπο γιά νά παραδίδεται έτσι καί δχι άλλι.&ς, γιά νά δπάρχει ή δυνατότητα αυτών των διαδοχικων λήψεών του, οί όποιες είναι τόσο συχνά γόνιμες καί πάντοτε μερικές - καί των όποίων ή δια δοχή δέν σχηματίζει σύστημα, οΟτε λογική πρόοδο, μολονότι χα ρακτηρίζεται ένα ίδιο είδος συνέχειας, τό όποιο άλλωστε δέν εΙναι περιγράψιμο. (Καί αν κάποιος έλεγε δτι όλα αυτά t'ιφOΡOυν μόνο σέ ίδιότητες τού παρατηρητή fj τής επιστήμης, τό ζήτημα θά έμενε στό άκέραιο: δέν βλέπουμε εξαιτίας ποιού παράξενου άρνητικου προνομίου θά μπορουσαν ν' άποκλειστουν άπό αύτό-πού-ε[ναι δ μέν ή Ί'ι δέ). Ζήτημα της ίστορίας, ζήτημα της άλήθειας, ζήτημα της μεταξύ τους σχέσης. Ζήτημα φιλοσοφικό (καί πολιτικό, μέ τό άληθινό νόημα της λέξεως), πού Ιξαλείφεται δταν μετατρέπουμε τήν έπι στήμη σέ μιά άπλή διαδο]ή «παραδειγμάτων» (paradigmes) -ή δ ταν περιοριζόμαστε νά περιγράφουμε αόΤό πού όνομάστηκε, μ' έ ναν βιασμό του νοήματος της λέξεως, «επιστήμψ) (episteme) της κάθε Εποχης. Ποιές είναι λοιπόν οΙ σχέσεις πού fxouv μεταξύ τους τά διαδοχικά «παραδείγματα», κα1 όλα μαζί τά «παραδείγματα», πού τά σπαράσσει δ έμφύλιος πόλεμος, μέ αοτό στό όποϊο άπο βλέπουν; Ύπάρχει μιά σχέση άνάμεσα στήν «έπιστήμη» της σύγ χρονης Δύσης καί τήν «επιστήμη» της αρχαίας 'Ελλάδας, κα( ποιά; vExouv ένα ανάφορο πού εξακολσυθεϊ, υπό μία εννοια, νά τούς είναι κοινό κα( είναι, υπό μία 6λλη εννοια, ανεξάρτητο απ' αοτές; Καί μπορουμε μέ τόν ίδιο τρόπο νά μιλαμε γιά μιά «επιστή μη» των Aranda; ~Oταν άπαγορεύουν σιωπηλά τά ερωτήματα αο τά, ~ετατΡέπoυν τήν έπιστήμη σ' ένα εθνογραφικό βαριετέ, ή σ' ε να εθνογραφικό άξιοπερ(εργο. Οί Caduveo βάφουν τό πρόσωπό τους, οί ΑΙγύπτιοι θεωροϋσαν τίς γάτες ίερές καί οί έλληνο δυτικοί κάνουν επιστήμη. Τό συμπέρασμα είναι δτι αύτοί πού μι λουν ετσι άποτελουν οί Τδιοι ένα εθνογραφικό αξιοπερίεργο, καί δ τι τό νά συζητά κανε(ς τίς απόψεις τους δέν εχει περισσότερο νόη μα από τό νά επιδοκιμάζει ιϊ νά αποδοκιμάζει τά φακιόλια των γυ ναικών της Βρετάνης. Ζήτημα της ίστορίας, της αλήθειας καί της πλάνης, της σύμ πλεξής τους, της ταυτότητας καί της άλλοίωσης της εμπειρίας έ κεϊ πού αοτή έμφανίζει τίς πιό ακραϊες αντινομίες. Ζήτημα πού ά ναζωσΥονεϊ, άναζωπυρώνει, ανανεώνει τή φιλοσοφική ερώτηση. Καταλαβαίνουμε γιατί ό θετικισμός καί 6 στρουκτουραλισμός θέ λησαν νά τ6 ιtξαλείψoυν. ΕΙμαστε όμως όποχρεωμένοι νά διαπι στώσουμε δτι κάποιος όπως ό Heidegger συμμερίζεται τά ίδια ά κριβώς αι.τήματα όταν διακηρύσσει τό «Τέλος της φιλοσοφίας», τήν ω1πο-σύνθεση της φιλοσοφίας μέσα στήν ανάπτυξη τών τεχνι κοποιημένων επιστημών». Πώς όμως ή «τεχνικοποίηση» τών επι στημων θά μπορουσε νά καταργήσει τή φιλοσοφική ερώτηση τήν όποία έγείρουν οι έπιστημες; Ε{ναι δυνατό νά όπάρξει μιά τεχνική, ή μιά τεχνικοποίηση, πού θά μπορουσε νά κλείσει τά ζητήματα καΙ τό ζήτημα; Ποιά τεχνικοποίηση; Καί τί άληθινά είναι ή τεχνι κοποίηση; Ή τεχνικοποίηση - καί Ί'ι γραφειοκραΤΙκοποίηση - της επιστή- '4 μ.ης είναι προφανής. Αύτή δμως όχι μόνο δέν λύνει τά προβλήμα τα, άλλά τά πολλαπλασιάζει κιόλας (μέ έξαίρεση γιά τούς Ιδιους τούς τεχνικούς κα! τούς γραφειοκράτες - άλλά εδώ δέν έξετάζου με τό ζήτημα αΟτό). ΈγείΡεΙ ζητήματα πού αφορουν στά ίδια τά πράγματα - κάτι πού δέν συμβαίνει μέ τήν βιομηχανική καί πα ραγωγική τεχνική. Τό σύνολο των νεοτερικών βιομηχανικών καί παραγωγικων τεχνικών δημωυργεϊ πελώρια, ζωτικης σημασίας προβλήματα· προβλήματα πολιτικά καί, ώς σύνολο, έγείρει ένα ε ρώτημα πού εΙναι άσφαλώς φιλοσοφικό: τί εΙναι ή τεχνική; 'Αλλά κανένα τεχνικό μέσο πού ανήκει στό σύνολο αύτό δέν εγείρει, αυ τό καθαυτό, τό παραμικρό ερώτημα, ο()τε καί όδηγεϊ σ' ένα τέτοιο έρώτημα. Τό αεροπλάνο άντικαθιστα τό άτμόπλοιο, τό όποίο εΙχε άντικαταστήσει τό Ιστωφόρο. Είναι πιό γρήγορο καί περισσότερο (i'i λιγότερο) άνετο, πιό «(Οικονομικό» (;), κλπ. -6 δέ πολλαπλα σιασμός μέσων αυτου του τύπου δημιουργεϊ τίς εορύτατα γνωστές κα! πολυσυζητούμενες σήμερα δραματικές καταστάσεις. Τό άε ροπλάνο όμως δέν μου επιβάλλει νά αναρωτηθώ: «τί είναι λοιπόν τό ;». ΟΙ έπιστημονικές τεχνικές μοϋ τό επιβάλλουν. 'Η τεχνικο ποίηση άποτελεί άστείρευτη πηγή καινούριων έρωτημάτων - τά δέ έρωτήματα αοτά δέν αφορουν μόνο στό «περιεχόμενο» της .επι στήμης, άλλά καί στόν σκελετό καί τά θεμέλιά της. Ή κατασκευή των μεγάλων τηλεσκοπίων κατά τή δεκαετία τοϋ 192Ο, κατόπιν ή ραδιοαστρονομία κλπ., πού όδήγησαν στήν «δια πίστωση» της διαστολης του σύμπαντος, στήν ανακάλυψη τών κβάζαρς, στήν όπόθεση δτι είναι πραγματικά παρατηρήσιμη ή θε ωρητική δυνατότητα iJπαρξης τών «μαύρων όπων}), συμπαρέσυ ραν σ' έναν όλοένα καί πιό ξέφρενο χορό τίς ~ννoιες χώρος, χρό νος, ύλοενέργεια, φυσικός νόμος. Οί επιταχυντές σωματιδίων με ταμόρφωσαν, κατά τόν Heisenberg, τούς φυσικούς σέ ζωολόγους: εφεξής, τό «στοιχειώδες» μετριέται σέ δεκάδες διαφορετικά εΙδη. Τί είναι λοιπόν τό «στοιχειώδες)}; Τό μυθιστόρημα των κουά,ρκς εγείρει 6μεσα τά έρωτήματα: Τί είναι λοιπόν μιά φυσική όντότη τα; Τί νόημα μπορεί νά fXEt ή διάκριση των «Ιδωτήτων}) από ~να όποθετικό «υποστήριγμα}) τών ίδιοτήτων αυτων ~γιά τό όποίο ε πιπλtoν διερωτώμαστε αν δέν είναι εκ φύσεως «απαρατήρητο}}; Καί πάλι, τί έννοοϋμ.ε όταν λέμε φuσική «εξήγησψ}, επιστημονική «θεωρία}); 'Αλλά ό φιλόσοφος ~ ό συγκεκριμένος αοτός φιλόσοφος ~ εχει ήδη εκλογικεύσει τήν κωφότητά του. ΝΟλα αυτά άναφέρονται στό όντικό. 'Αφορουν στά όντα - ενω αοτός σκέφτεται μόνο τό ε[ναι. Μά πότε λοιπόν είδε κανένας τή φιλοσοφία νά μπορει νά μιλάει '5 γιά τό είναι τελείως ξέlωρα άπό τά όντα; Τό γεγονός δτι ό ίδιος ό φιλόσοφος είναι δέν είναι άλλωστε αότό πού τόν κάνει νά έπιχει ρείνά μιλήσει γιά τό EiVilI; Δέν κάνει επίσης μέσα στόν κόσμο των όντων μιά διάκριση πo~ μας άναγκάζει ν' άναρωτηθούμε γιά τήν καλοπιστία ή τή διαύγειά του; Μιλάει γιά τό ποίημα ~ γιά τό έργο τέχνης σκέφτεται τό «~oυνό πού όρθώνεται μέσα στό τοπίο»' οί δραστηριότητες τών ξυλοκόπων στόν Μέλανα Δρυμό διερμηνεύ ουν κατά τή γνώμη του μιά δρισμένη σχέση τού άνθρώπου μέ τό είναι. 'Αλλά τό μαθηματικό θεώρημα, ή εΙιcόνα ένός σπειροειδούς γαλαξία, ή άποτελεσμαnκή καί συγχρόνως φρουδευτική, γόνιμη καί συγχρόνως άπογοητευτική έργασία της έρμηνείας τού κόσμου τόν άφήνουν άδιάφορο, δέν τού προκαλούν τήν περιέργεια. Ή πίστη ότι ή «άνάπτυξη τών τεχνικοποιημένων επιστημών» ε πιφέρει τήν «άπο-σύνθεση της φιλοσοφίας» (liv δέν πρόιcειται γιά μιά εμπειρική διαπίστωση πού, έν πάσυ. περιπτώσει, θά ήταν κατά τό "'μισυ εσφαλμένη καί διόλου καινούρια) ισοδυναμεί άπλως μέ τήν πίστη στήν <<τεχνΙΙCήι}, μέ τήν πίστη δτι ι'ι «τεχνΙΙCήι) μπορεί νά κλειστεί στόν έαυτό της. 'Ισοδυναμεί μέ την πίστη δτι iί συνoλιστιιcή-ταυτισΤΙKή λογική είναι στεγανι'ι, δτι δέν έγείρει ερω τήματα. Κι δμως, έγείρει πολύ σημαντιιcά ερωτήματα, πού άψο ρούν τόσο στό περιεχόμενό της δσο ιcαί στή σχέση της μέ αύτό πού-είναι. Ή διαύγαση των ζητημάτων αύτών ύπηρξε εξ όπαρχης fva &.πό τά καθήκοντα της φιλοσοφίας. Είναι καί σήμερα τέτοιο, περισσότερο από κάθε δ.λλη φορά. Δέν ύπάρχει θεωρία ώς «θέωι αύτού-πού-είναι ουτε ώς συστημα τική καί εξαντλητική σύσταση fj κατασκευή τού σκεπτοϋ (pensa- ble), είτε μιά γιά πάντα, είτε έιcδιπλoύμενη βαθμιαία καί σταδια κά. Δέν όπάρχει ξαφνικό άνοιγμα στά τείχη πού μας περιτριγυρί ζουν, τό όποίο θά μας επέτρεπε έπιτέλους νά δούμε τό φώς ενός ~Hλιoυ πού ήταν από πάντα εκεί. Καί δέν ύπάρχει ούτε άρμoνιιcό OίKOδόμT]J.ψ', τού όποίου θά μπορούσαμε νά άναιcαλύψoυμε τό συ νολικό σχέδιο ένόσω θά τό κατασκευάζαμε. ·Υπάρχει ενα θεωρητικό ποιείν/πράττειν πού άναδύεται μόνο σέ μιά δεδομένη στιγμή της ίστορίας. Μιά δραστηριότητα, ένα αν θρώπινο εγχείρημα, ένα κοινωνικο-ιστορικό πρόταγμα: τό πρό ταγμα θεωρία. Λόγον διδόνα, - νά δίνουμε λόγο καί λογαρια σμό- γιά τά πάντα: γιά τόν κόσμο, γιά τά άντικείμενα πού μας περιτριγυρίζουν, γιά τo~ς «νόμουζ) τους, γιά μας τούς ίδιους, γι' αυτή τήν ίδια τή δραστηριότητα. Καί, νά τό λέμε αυτό σημαίνει πώς εξακολουθούμε νά είμαστε μέσα στή θεωρία - μέσα στό πρό ταγμα αύτό, καί νά τό επιδιώκουμε. Νά αναρωτιόμαστε: τί σημαί- 16 νει λόγον διδόναι, γιατί θά πρέπει λόγον διδόναι, - σημαίνει ακό μα νά θέλουμε λόγον διδόναl. Αύτό εΤναι καθαρό γεγονός δέν μπορούμε νά κάνουμε αλλιως. Δέν μπορούμε νά κάνουμε άλλιώς άπό τότε πού εχει έγερθεί τό ζήτημα. ΚαΙ ξέρουμε ότι δέν είχε εγερ θεί άνέκαθεν - άλλά «σέ μιά δεδομένη χρονική στιγμή)}. ~ Αν έτσι έχουν τά πράγματα, θά μπορούσαν τό ζήτημα αύτό καί τό πρόταγμα αότό νά είναι ένδεχομενικά; Ναί - αλλά γιά ποιόν; Γιά εναν απόλυτο Θεατή. Άλλά γιά νά πεί 1'\ νά σκεφτεί αυτό, δ άπόλυτος αυτός Θεατής θά έκανε καί δ ίδιος θεωρία - καί μάλι στα θεωρία πού θά έδραζόταν στίς κατηγορίες τού αναγκαίου και τού ένδεχoμενιιcoύ. Δέν είμαστε καί Ol1tE θά γίνουμε ποτέ δ από λυτος αυτός Θεατής. Συγχρόνως δέ, καί άνεξάρτητα άπό δ,ΤΙ έχει εΙπωθεί, δέν μπορουμε νά εμποδίσουμε τόν έαυτό μας νά τοποθε τηθεί στή φανταστιιcή του θέση - έστω καί μόνο γιά νά πούμε δτι δέν υπάρχει, ii δτι δέν είναι σιcεπτός χωρίς άντίφαση. Αυτό τό υ ποτιθέμενο ένδεχομενικό - που δέν ειναι δηλαδή οΟτε ένδεχομενι κό 011τε άναγκαίο - είναι ή πραγματικότητά μας. Μπορούμε νά βγοϋμε απ' αυτήν; Προφανώς δχι. Προφανώς ναΙ "Αν δέν παρα ληρώ, δέν μπορώ νά μή σκεφτώ ότι ή σκέψη είναι μιά KOινωνιιco Ιστορική δημιουργία - κα{ ότι ή σκέψη μου αύτή είναι άληθής. Kαi πάλι αν δέν παραληρώ, δέν μπορώ νά σκεφτώ ουτε δτι κάθε σκέ· ψη εΙναι &.ληθής, ούτε δτι, όταν είναι άληθής, μπορεί νά δώσει λο· γαριασμό γιατί είναι άληθής /iv δέν παραληρώ, δέν μπορώ νά σκεφτω ουτε δτι ή σκέψη θεμελιώνεται πάνω στόν έαυτό της, ούτε δτι είναι διαφανι'ις -Υιά τόν έαυτό της. ΗΕτσι, ερχόμαστε καί πάλι στή φιλοσοφία' καΙ, άκόμα περισσό· τερο, στόν ίστορικό της χαρακτήρα καί στό αΙνιγμα πού αύτός θέ· τει. ·0 χρόνος δέν είναι γιά τή φιλοσοφία άπλός εξωτερικός καθο· ρισμός, ούτε, άκόμα λιγότερο, σημάδι της τάξης διαδοχης τώ\ σκέψεων τών φιλοσόφων. Αύταπαταται δ φιλόσοφος liv πιστεύει δτι μπορεί νά άποσυρθεί κοντά στή θερμάστρα του, fj άπλώς στόν έαυτό του, καί νά ξαναφτιάξει τόν κόσμο σύμφωνα μέ τή διάταξη τών αΙτίων, νά κάνει αμεσα ένα κεραυνοβόλο ανοιγμα στό naxu περικάλυμμα της ι.διαίτερης γλώσσας του, της έποχης του, τών στερεών καί σκοτεινων άρθρώσεων τού άντιιcειμενιιcoύ καί όπο κειμενικού κόσμου τίς όποϊες δημιουργεί/θεσμίζει ή κοινωνία του, γιά νά φτάσει σέ μιά θέαση - θεωρία- τού είναι, πού δέν θά όφει λε τίποτε σ' αυτές. Αυταπαταται όταν πιστεύει ότι μπορεί νά σβή σει άπ' τό μυαλό του δλα δσα έχει προσλάβει, δτι μπορεί νά υπο βάλει τά πάντα στή μεθοδική άμφιβολία, νά παραδέχεται μόνο 17 αυτό πού δίδεται μέ μιά αποδεικτική προδηλότητα. Σέ τακτά χρο νικά διαστήματα, αποδεικνύεται δτι δέν αμφέβαλε αρκετά tΊ δη αμφέβαλε περισσότερο από δσο επρεπε. Αυταπαταται δταν πι στεύει δη βρίσκει στίς συνθήκες όπό τίς οποίες κάτι του φαίνεται σκεπτό τίς άχρονες συνθήκες όπό τίς οποίες ενα όποιοδήποτε πράγμα θά μπορουσε νά φαίνεται δτι είναι σ' ενα οποιοδήποτε υ ποκείμενο' δταν πιστεύει δη εχει συλλάβει γιά πάντα τίς συνθηκες του οκεΠ10υ, παραδέχεται ίσως δη κάποιος άλλος θά μπορει νά σκεφτεί κάτι άλλο, αλλά αδυνατεί νά συλλάβει δη κάποιος άλλος θά μπορουσε ποτέ νά σκεφτεί διαφορετικά. Αυταπαταται δταν πι στεύει δη fι μακρά διαμονή κοντά στό πράγμα, ή ιJπoμovή, ό πό νος καί ή εργασία του αρνητικου αρκουν γιά νά αποκαλύψουν έν τέλει μιά συναρμογή, μιά ταυτότητα, ανάμεσα στό ειναι αυτοϋ πού-είναι καί στή σκέψη αυτοΒ ό όποίος σκέπτεται. Παραγνωρίζει τότε τό γεγονός στι μιά οντολογική εμπειρία, οσο καί fiv έχει κα θαριστεί μέ τά οξέα της διαλεκτικης, δέν παύει νά είναι εμπειρία. Αυταπαταται κι οταν νομίζει δτι μέ τήν προετοιμασία καί τήν τρι βή μέ τό πράγμα θά αναπηδήσει ξαφνικά Τι φλόγα πού r.φεξης θά αυτοτροφοδοτείται καί θά τόν κάνει νά δει αυτό-πού-είναι έτσι ό πως είναι αληθινά. 4 'Ίσως νά δει κάτι' άλλά θά μείνει εσαεί πρό βλημα τό τι ακριβως θά δεΙ Καί όμως, ή αυταπάτη αυτή είναι γόνιμη καί ζωτική. Καί πιό εκ πληκτικό ακόμα: είναι γόνιμη καί ζωτική οχι πάντοτε, αλλά μόνο στούς μεγάλους. Ή παραπάνω παρατήρηση δέν ειναι ανεκδοτο λογική ούτε φιλολογική. Βάζει στό παιχνίδι ορισμένα από τά πιό βαρύνοντα έρωτήματα πού θά μπορούσαμε νά υποβάλουμε στόν εαυτό μας. Χάρη σέ τί ι<:αί κατά τί είναι μεγάλος ενας μεγάλος φι λόσοφος; Ό Kant έδωσε μιά απάντηση στό ερώτημα αυτό - αλλά σί ανάγκες της φιλοσοφίας του τόν υποχρέωσαν νά τήν περιορίσει στό εργο τέΧV1Jς καί νά αποκλείσει ρητά απ' αυτήν τήν απάντηση τή σκέψη: <~.!.'Ί μεγαλοφυία συνίσταται στό νά παράγεις αυτό γιά τό όποιο δέν θά μπορούσε νά δοθεί κανένας καθορισμένος κα νόνας ή πρώτη της Ιδιότητα oφCΊλει νά ει"αι ή πρωτοτυπία τά προϊόντα της όφείλουν νά είναι συγχρόνως πρότυπα, δηλαδή πα ραδείγματα οφείλουν νά χρησιμεύουν στούς άλλους ως μέτρο ή κανόνας κρίσης δέν μπορεί νά περιγράψει Τι ίδια ούτε νά εκθέσει επιστημονικά πώς πραγματοποιεί τό προϊόν της δίνει τόν κανό να ακριβώς ως φύση ,,5. Ό Kant μlλάCΙ γιά παραγωγή, γιά νά 4. Πλάτων. ··F.βδομη έπιστολή. 341 c-d, 344 b. 5. Κριτική της κριτ!κης δύναμης, §§ 46-47. 'Υπογράμμιση ατό lφωτότυπο. JR μ'ή μιλήσει γιά δημιουργία' γιά φύση, προκειμένου νά δηλώσει μια ριζική ανάδυση' ή πρωτοτυπία εμφανίζεται στό κείμενό του ώς αν τίθετο τής μίμησης, αλλά προφανως δέν αναφέρεται στήν πρωτο τυπία μέ τό δημοσιογραφικό νόημα της λέξεως: δημιουργία παρα δειγματική, ενός παραδείγματος, ενός είδους, καί πού δέν είναι α πλώς Ι:να «παράδειγμω> ανάμεσα σ' άλλα - αφου θέτει καί κάνει νά είναι κανόνες, νόρμ.ες καινotίριες καί έτερες, αφου ειναι origo (άρχή). Ή Ιστορική διάσταση της φιλοσοφίας είναι επίσης αυτό τό ό ποίο πραγματοποιειται ώς δημιουΡΎία. Είναι ανάδυση άλλων φι Ύουρών του σκεπτου. 'Ένας μεγάλος φιλόσοφος ειναι δημιουργός τέτοιων φιγουρΟ)ν.(<<μορφων» καί «περιεχομένων» σκέψης: ή διά κριση είναι δεύτερη καί δευτερεύουσα). Άκραία μετριοφροσύνη ή iι.Kpα{α αλαζονεία, συγχρόνως αμφότερες: δέν σκέφτεται ΠΟΊέ τόν εαυτό του ετσι, νομίζει δτι τίς φιγοΒρες αυτές τίς εχει ανακα λύψει. Καί ασφαλώς, καινούριο παράδοξο, δέν εχει καί τελείως ά~ δικο. Οί φιγουρες πού δημιουργει εχουν υποχρεωτικά σχέση, καί μάλιστα σχέση γόνιμη (άλλος μυστηριώδης δρος) μέ αότό-π06- είναι: αλλιώς δέν θά μας ψυχανάγκαζαν. Γ Αν κάποιος μας πεί δτι μας ψυχαναγκάζουν επειδή εμείς είμαστε τέτοιοι πού είμαστε, θά τοΟ επιστρέψουμε τό επιχείρημα: συνεπώς, εχουν σχέση μέ κάτι πού είναι, μέ αυτά που είμαστε, καί αυτό δέν τό ξέραμε πρίν δη μιουργηθούν οί φlγοΟρες αυτές). Ή σχέση αυτή όμως είναι ίστορική. Ή ίδια ή φιλοσοφία, μέσα στήν παράξενη συνέχεια/ασυνέχεια τών φιγουρων πού δημιουρ γουνται έτσι, ειναι ενα κοινωνικο-ιστορικό πρόταγμα. Τό κοινό" τοπο αυτό γεγονός μέ τήν ανεξάντλητη σημασία παραγνωρίζεται ακόμα κι σταν αναγνωρίζεται, καί μάλιστα μέ τήν ίδια κίνηση. νΕτσι ό Hegel, όπως καί υπό τήν ιδια καί υπό μιά άλλη Ι:ννοια ό Marx, τοποθετουν τόν έαυτό τους στήν ίστορία μόνο γιά νά βγούν απ' αυτήν, επιχειρούν νά έπιθεωρήσουν τόν εαυτό τους από τά ε ξω, πιστεύουν δτι μπορούν νά κοιτάξουν τήν πλάτη τους. Σκέ φτονται δτι κάθε σκέψη, καί ή δική τους σκέψη, ανήκει σέ μιά στιγμή της ίστορίας, χλευάζουν όσους θά ήθελαν νά πηδήξουν πέ ρα από τόν ίσκιο τους. Συγχρόνως δέ, λέγοντας αυτό, καί μέ τόν τρόπο πού τό λένε, μένουν πλήρως εγκλωβισμένοι στό φάντασμα της εξόδου από τήν ίστορία. Μιλούν σάν νά μπορούσαν νά δώ σουν πλήρως λόγο καί λογαριασμό γιά τήν ίστορική τους κατά σταση, σάν νά ήταν αναγκαία καί καθορισμένη Τι ίστορική κατα χώρηση κάθε σκέψης (από τήν πορεία τού Πνεύματος, ιϊ από τήν πορεία τών παραγωγικων δυνάμεων - δέν εχει σημασία)' μlλοΟν '9 λές καί η εμφάνιση της σκέψης τους τήν τάδε συγκεκριμένη επο χή, η αποκάλυψη της τελεσίδικης αλήθειας τήν τάδε συγκεκριμέ νη ημερομηνία μέσφ του τάδε ενδεχομενικου ατόμου νά μπορουσε νά γίνει πέρα γιά πέρα νοητή - πράγμα πού, αν ηταν εφικτό, θά αποτελουσε τό αποκορύφωμα της ακατανοητότητος. Σκέφτομαι εδω, τώρα: συναρτήσει αυτου πού εχουν ήδη σκε φτεί, πεί, επεξεργαστεί, ενεργήσει αλλοι, γιά τό οποίο ξέρω ρητά (πολύ λίγο) καί ύπόρρητα (κάπως περισσότερο). "Αν δμως «συ ναρτήσει» σημαίνει πραγματικά συναρτήσει, αν αυτό πού σκέφτο μαι είναι καθορισμένο κατά τρόπο μονοσήμαντο από αυτό πού ε χουν ήδη σκεφτεί αλλοι, δέν σκέφτομαι τίποτε, είμαι μέσα στήν ά πλή επανάληψη, καί δέν αξίζει τόν κόπο νά προχωρήσω πιό πέρα. "Αν η ίστορία, καί η ίστορία της σκέψης, είναι αληθινά καθορι σμένη, ειναι άπλως καί μόνο ενα αχανές ταυτολογικό σύστημα. Παραμένει τότε, καί πάντοτε, ανοιχτό τό ερώτημα: γιατί η ταυτο λογία αυτή δέν εμφανίζεται αμεσα ώς τέτοια, γιατί χρειάζεται τό σος μόχθος γιά νά τήν αποκρυπτογραφήσουμε (δταν αλλωστε κά θε καινούρια προσπάθεια πρός τήν κατεύθυνση αυτή μας απομα κρύνει ακόμα περισσότερο απ' αυτήν), γιατί μεταμφιέζεται καί παίρνει τήν αλφα μορφή καί δχι τήν βήτα, γιατί μάλιστα κάνει τόν κόπο νά μεταμφιέζεται αντί νά γράψει άπλως γιά τόν εαυτό της: Ο = Ο. Άσφαλως δέ, τό γεγονός δτι μένει ανοιχτό ενα ερώτημα δέν αποτελει σκάνδαλο αυτό καθαυτό' θά επρεπε δμως νά αποτε λει σκάνδαλο, καί μάλιστα τερατωδες, γιά μιά ταυτολογική σκέψη. Μέ αυτόν τόν τρόπο, η ταυτολογική σκέψη επιχειρει νά καταρ γήσει αυτό πού μπορουμε νά αποκαλέσουμε απόκλιση ανάμεσα στή σκέψη καί στό αντικείμενο της σκέψης - πράγμα πού αποτε λει γι' αυτήν εσωτερική αναγκαιότητα. Θά ηταν ανεπαρκές νά πουμε δτι χωρίς τήν απόκλιση αυτή η σκέψη θά σταματουσε' μαλ λον θά επα~ νά ύπάρχει. Στόν δρο αυτό δμως, θά πρέπει νά απο φύγουμε τίς παρανοήσεις. Δέν αναφερόμαστε σέ μιά απόκλιση δε δομένη μιά γιά πάντα' η απόκλιση δημιουργειται καί ανα-δη μιουργειται, μετασχηματίζεται τήν κάθε φορά, μεθ-υποστασιώ νεται στόν τρόπο του είναι της καί στό οϋτως-είναι της. Κάθε μεγάλη σκέψη μικραίνει καί συγχρόνως μεγαλώνει εκ νέ ου καί κατά τρόπο διαφορετικό τήν απόκλιση αυτή. Μικραίνει τήν ήδη δημιουργημένη απόκλιση: περιττεύει νά αρνηθουμε τή με γάλη εμπειρική ή βιωματική διάσταση της φιλοσοφίας (κάτι πού είχαν αναγνωρίσει τόσο Ο 'Αριστοτέλης δσο καί Ο Hegel). Τό ίστο ρικό (πρακτικό, θεωρητικό ή τcoιητικό) ποιειν/πράττειν προκα- 20 λουσε κάθε φορά τήν ανάδυση ενός πλήθους δψεων αυτου-πού είναι, δπως καί (από τό γεγονός δτι) δημιουργουσειεθετε καινού ριες φιγουρες του κόσμου. Μιά μεγάλη σκέψη επιχειρει νά τίς παίρνει ύπόψη της. (Τί θά μπορουσαν νά σκεφτουν γιά τήν πολιτι κή Ο Πλάτων καί Ο 'Αριστοτέλης, αν ο ελληνικός λαός δέν είχε δημιουργήσει τήν πόλιν;) Αυτό τό πετυχαίνει η σκέψη αυτή _ αλλά ποτέ εξ ολοκλήρου, κι αυτό γιά ουσιαστικούς λόγους. Αυτό-πού-είναι, ειναι σκεπτό, αλλά δχι απόλυτα σκεπτό. Ή δέ σκέψη δέν είναι διαφανής γιά τόν έαυτό της. Βέβαια, εχει τίς πε ρισσότερες φορές τήν αυταπάτη πώς είναι: ύποθέτει δτι η ανακλα στικότητα/αυτο-στοχαστικότητά της είναι απόλυτη. Ή σκέψη δ μως είναι γιά τόν εαυτό της φαινόμενο: εμφανίζεται - καί κρύβε ται. Δέν πρόκειται γιά τό «ασκεπτο»: η σκέψη δέν είναι πλήρως παρά τφ έαυτφ της, δέν ύπάρχει πρός-έαυτότητα της σκέψης. 'Υπάρχει δμως κάθε φορά καί μεγάλωμα της απόκλισης. 'Έχω γράψει αλλου: ενας μεγάλος διανοητής σκέφτεται πιό πέρα απ' δ σο του επιτρέπουν τά μέσα του. Τά μέσα αυτά είναι αυτό πού εχει λάβει - καί εξ ορισμου σκέφτεται κάτι αλλο απ' αυτό πού ειχαν ήδη σκεφτει Ιίλλοι: ενα Ιίλλο αντικείμενο, μιά αλλη δψη του αντι κειμένου. 6 Αυτό ειναι αλήθεια, αλλά μόνο η μισή αλήθεια - η δέ συνύπαρξη των δύο αντίθετων αυτων ημίσεων δημιουργει επίσης ενα πρόβλημα. Παρόμοια, ενας μεγάλος φιλόσοφος δημιουργεί τά μέσα του, καινούριες «μορφές» σκέψης, δπως δείχνει η πιό επιπό λαιη καθώς καί η πιό εμβριθής ανάγνωση του Πλάτωνος ή του' Α ριστοτέλους, του Kant ή του Hegel. Δέν πρόκειται γιά λογοτεχνικό υφος, ου τε γιά «στίλ» σκέψης - ουτε άπλως γιά καινούριες_ «ι δέες». Οί μορφές, οί τύποι, οί φιγουρες/σχήματα/σημασίες είναι ετερα' παρόμοια, ετερα είναι καί τά «προβλήματα», τό τί απ οτε λει πρόβλημα καί τό τί δέν αποτελει πρόβλημα. Τό τί τό δν, τί εί ναι τό ειναι/δν, είναι «ταυτοτικό» μόνο ώς όρίζοντας της φιλοσο φίας. Τό ερώτημα: τί τό δν, αφυπνίζεται κάθε φορά μέ αφετηρία ενα Ιίλλο πράγμα, πού δέν του μένει εξωτερικό. "Αν δέν πρόκειται γιά άπλή επανάληψη, Ιίν πραγματικά τό ερώτημα εγινε αντικείμε νο σκέψης, αυτό εγινε επειδή τοποθετήθηκαν/δημιουργήθηκαν Ιίλλα σχήματα/φιγουρες/σημασίες. Συμβαίνει δμως αυτά νά ξε περνουν, καί μάλιστα κατά πολύ, τό «αντικείμενο» της αφετηρίας τους - αυτό, μέ αφετηρία τό οποίο, απ' αφορμή τό οποιο, μέ τήν κρυφή ή ασυνείδητη προτροπή του οποίου ειχαν τεθει/δημιουργη θει. Ξεπερνουν, μ' αλλα λόγια, απ' αυτό τό ϊδιο τό γεγονός, τήν 6. 'Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, εκδ. Ράππα, 1978, σ. 256. 21 [...]... τόν στόχο τους - «'Επιλεγόμενα σέ μιά θεωρία της ψυ'χης πού μπόρεσαν νά τήν πα­ ρουσιάσουν σάν επιστήμη»: δημοσιεύτηκε στό ('Οκτώβριος Νοέμβριος 1977 L' Inconscient, τεύχος 8 1968) - «Ή ψυχανάλυση: πρόταγμα καί διαίιγαση»: δημοσιεύτηκε στό Το­ pique, τεύχος 19 ('Απρίλιος 1977) - «Τό ρητό καί τό αρρητο»: δημοσιεύτηκε στό L' Arc, τεύχος 46, αφιέ­ ρωμα στόν Maurice Merleau-Ponty (1971) - «Νεοτερική επιστήμη... παρεμπιπτόντως ότι, νά μιλούμε υπό τίς συνθηκες αότές γιά ξένωση, γίνεται γλωσσικό τίκ (τό οποίο, αφού δέν εχει εμφ - 49 νές νόημα, θά απαιτούσε ερμηνεία): Τι ξένωση τού Οί - ινος είναι - οησία, άν τό υποκείμενο είναι μόνο λόγος τού άλλου, δέν είναι ούτε ξενωμένο ούτε μ - ενωμένο, είναι αυτό τό μ - ίναι πού είναι (ή πού δέν εΙναι) Ούτε καί εχουμε νά ρωτήσουμε γιατί ασχολείται κάποιος μέ τά τάδε πρόσωπα καί... πιό εμμεσων, μέ μιά απειρία άλλων παραστάσεων) Συνεπως, ύπάρχει όχι μόνο ύπε - αθορισμός αλλά επίσης καί καλύτερα κά1ανοητοί στή συνέχεια 'Υπάρχει στήν άλύσωση αυ­ συγχρόνως ύπ - αθορισμός τού συμβόλου τή ενα posl hoc καί συγχρόνως ένα propter hoc, καί πρέπει νά τονί­ χει συγχρόνως ύπε - υμβόλιση καί ύπ - υμβόλιση του συμβολι­ - δπως ακριβως ύπάρ­ σουμε, σέ αντίθεση μέ διάφορες πρόσφατες φλυαρίες της... τό είναι νά είναι κάπου, σέ εναν ορισμένο τόπο καί νά κατέχει μιά ορισμένη θέση, καί δτι αυτό πού δέν είναι κάπου, ούτε στή γη ούτε στόν ουρανό, δέν είναι τίποτε Εκδ., σ 26 0-2 79 - 52 - ) Πρβλ 27 3-2 94 'Η φαντασιακή θέσμιση , γαλ - λλ εκδ., σ 65 πρόσφατα νευρολ,ηπτικά θέτουν τό ίδιο ακριβώς ζήτημα' η μήπως δτι αν θελήσουμε νά αγνοήσουμε τά αναπόφευκτα καί πιεστικά τά μόρια του αλκοόλ η του ]argactj]... ανεξάρτητα από οποιονδήποτε πραγματικό χανάλυσης Χρειάζεται ή νε - αρβαρότητα της ύπε - ολιτισμέ­ ψυχολογικό καθορισμό Τό αϊτημα αυτό οί ψυχαναλυτές τό χρησι­ νης εποχης μας, Ο νε - ναλφαβητισμός πού ύπ - είνει τήν ύπερ­ μοποιουν αναγκαστικά, χωρίς νά τό ξέρουν αναγκαστικά, κάθε πληροφόρησή της, γιά νά πιστέψουμε δτι, από φιλοσοφική απ 0- ψη, ή «σχάση» του υποκειμένου κινεί εστω καί λίγο πρός τά εμ­... ψυχανάλυσης, θά ειχαμε λησμονήσει τή διάκριση ανάμεσα * Σ,τ.Μ Πρόκειται για την Rosa Luxembourg 39 στό σύστημα καί τήν καί στή φιλοσοφία - Problemgeschichte; κι άν ακόμα δέν είναι ταυτοτικά ό Hegel- 'Όχι, επειδή εδω - δπως Τι ίστορία των προβλημάτων καί τό σύστημα, - δπως πίστευε ύπό μιά εννοια δέν μπορουν νά διαχωριστουν απόλυτα 'Ο τρόπος μέ ματος Αυτή ακριβως Τι :rι:ρoϋπόθεση επιτρέπει τήν εγκαθίδρυση... μιά μέ τήν άλλη οί δύο αυτές περιγραφικές - 7, καί κάτι περισ­ σότερο: λόΥΟΙ έμβιοι, έμβιες σημασίες Τό πραγματικό νόημα της επαληθευσιμότητα καί ανα­ κοινωσιμότητα αφ' ενός, σωρευτική χρονικότητα αφ' ετέρου - ε­ νω συγχρόνως αποκαλύπτεται Τι κοινή τους προϋπόθεση: τό κρά­ τημα σέ απόσταση, κλείσιμο σέ παρένθεση, 40 του νόημα, ύλοποιημένη σημασία - λόγοι ένυλοι - μορφικων όριστων η υλικων στοιχείων στιγμές... προσπαθει νά ξαναβρει μέσα στό ατομικό τάδε αυτό πού ξεπερνα τό ατομο καί αντιπροσωπεύει μέσα στό ατομο - είτε είναι αυτό της τάξης του περιεχομένου, ώς τό μεθεκτό της παράστασης καί Ο δρος της γλώσσας, είτε είναι της -, αυτό δυνάμει του οποίου τάξη καί πολλαπλότητα, λόγου χάρη: σαρξ εκ της σαρκός αυτο - ο - ίναι μπορουν κάλλιστα νά αντι­ τάξης μιας διαγενικης οργάνωσης, ώς ο «ψυχικός μηχανισμός» μετωπιστουν... γεγονός στι στην προκειμένη περίπτωση οι σχέσεις υπάρχουν καί δέν εξαντλο()ν τό αντικείμενό τους Ό Πλάτων ανηκει στην Έλλάt;α κατά τρόπο απέραντ - καί μας κάν -; ι νά σκεφτόμαστε Ο ίσκιος τους ,Αλλά κι εδώ ακόμα, εχουμε μιά αθέμιτη - άν καί σχεδόν μοιραία - εξαγωγη η αντιγραφη τών σχημάτων της καθημερινης ζωης Δέν πρόκειται γιά αντίληψη Ούτε τό είναι ούτε καί ή σκέψη μοιάζουν μέ τά καμπαναριά της Martinville,8... εχει σχέση μ' αυτ - ο - ιναι καί ανάκλασης, μηχανικού η φυσιολογικού καθορισμού, παραμενου­ μέ τό «ιχντικείμενό» της εδώ; μέ τήν αλλοτινη σκέψη καί μέ τό «αντικείμενό» της - αλλά πού κατά κανένα τρόπο δέν θά μπο­ ρούσε ~ά ονομαστεί «ανάγνωση» η «ερμηνεία», έκτός άν ανατρέ­ με μολαταύτα κολλημένοι σ' ενα στρώμα αυτo~ πού είμαστε: της σχέσης μας μέ τόν εαυτό μας καί μ' αυτ - ο - ίναι r:αΡ,αδειγμ~­ μας . προ κειμένου γιά τή νεοτερική επιστήμη - εκτός υπό τήν εννοια του τεχνικου δύνασθαι ποιεϊ:ν, αλλά είναι εκδηλη ή συντριπτική - καί αυτ - υντριπτική - της ανάπτυξη. Ποιά δμως είναι. επειδή εδω - δπως καί στή φιλοσοφία - Τι ίστορία των προβλημάτων καί τό σύστημα, κι άν ακόμα δέν είναι ταυτοτικά - δπως πίστευε ύπό μιά εννοια ό Hegel- δέν μπορουν. ένα άριθμήσι μο μοντέλο (LQwenheim-Skolem). - Δέν ξέρουμε αν αυτό πού λέμε etvat άληθές: αυτό πού λέμε εξαρταται άπό τά άξιώματα πού - 3. Hcgel, Ph~nomCnolog1t: de J'

Ngày đăng: 14/05/2014, 11:04