ό ό ό ό ό ό ό ό ό ό ό ό ό [...]... ιcαρφωμένα αντίΙCρα στόν τοίχο, δπου ΙCρέ O νταν τό λουρΙ μέ τα μυτερά ιcαρφιά, α O ΙCρά O νταν· ιcάτω από η')ν τραχιά, δλο φοβέρα, φωνη του ΙCOΙCΙCι O ένη, αΙCOύ O νταν από τη διπλανη ιcάμαρα, απόΙCOυ O , βραχνός, δ αγώνας του γέρου κύρη, που α O O CλεΙOoσε τό στό μα του, μάταια, νά μιλήσει 'Έσμιγαν οΙ δυό φωνές στην ΙCαρ διά του νέου, ιcι άξαφνα του φάνταξε αλάΙCε O δ άγώνας του ανθρώπου χαμένος Ό... Θεός, δε φτάνει δ λαός, πρέπει κι οΙ δυο μαζί, άκο\)ς; Τον επιασε άπό το μπράτσο, τον κούνησε - 'Aιcooς; ποο εχεις τό νοΟ σου; 'Έπρεπε νά 'σαι ειcεI ν' αιcoύσεις τόν μπάρμπα σου, νά 'ρθεις στα o ιιcά σου, ΙCαΙCO O ρη! Ό Ζηλωτής, λέει, πού θέλουν σήμερα να σταυρώσουν οΙ άπιστοι ΡωμαΙοι, μπορεΙ νά 'ναι Έιcεl o πού τόσες ΙCαΙ τόσες γενεές περιμένουμε· αν τον αφήσουμε αβοήθητο, αν δέ χυθοομε να τον σώσουμε,... εδωκε μιά το\) σταυρο\), τόν γκρέ μισε κάτω - Θά τόν πας; - ΝαΙ - Δεν ντρέπεσαι; - "Οχι - Δε σε άφήνω' θά τόν κάμω κομμάτια Στράφηκε γύρα του, απλωσε τά μπράτσα του, νά βρεί ενα σκε πάρνι - 'Ιούδα, 'Ιούδα άδερφέ μου, εΙπε δ νέος άργά, παρακλητικά , μή μο\) άμποδας τό δρόμο Ή φωνή του ξάφνου εΙχε γίνει σκοτεινή, βαθιά, άγνώριστη' δ κοκκινογένης ταράχτηκε: - Ποιό δρόμο; ρώτησε σιγα και περίμενε Κοίταζε... τώρα τον ώμο, τον σκούντη ξε: - που εχεις τό νου σου, άλαφ O σΙCιωτε; "Aιcoυσες τί λέει ό άδερφός τοΟ κυροΟ σου, δ γερ - υμεών; - Δέν ερχεται ετσι δ Μεσίας μουρμούρισε ό νέος κι εΙχε τώρα τα μάτια του στυλωμένα στό νιοφτιαγμένο σταυρό, πού 'χε πέσει άπάνω του, τριανταφυλλένιο, μαλακό, τό φως της αυγης " Οχι, δέν ερχεται ετσι δ Μεσίας δέν άπαρνιέται αυτος ποτέ τα ιcoυρέλια του, δέ φοράει αυτός βασιλΙΙCιά... θάμα; Θά πετάξει τα ιcoυρέλια του ΙCαΙ θά λάμψει ή βασιλΙΙCιά ιcoρόνα τοΟ Δαβιδ στό ιcεφάλι του 'Όλους μας πήραν τα ΙCλά ματα· σήιcωσε δ γερ - αβίνος τά χέρια του στόν ουρανό, φώνα ξε: «Θεέ τοΟ 'Ισραήλ, σήμερα, δχι αύριο, σήμερα!» Κι δλοι σηιcώσαμε τα χέρια, άρπάξαμε τόν ουρανο ΙCαι φωνάζαμε, φοβε ρίζαμε ΙCαΙ ιcλαίγαμε: «Σήμερα, δχι αύριο, σήμερα!» ».Aιcooς, γιέ του Mαραyιcoυ, γιά μπάς ΙCαι μιλ&... άπό φοβερό, άγώνα, συλλαβιστά, άπελπισμένα, καταφέρνει ν' άρμολογήσε μια λέξη, μια μονάχα, πάντα ηΊν ίδια: - - - ! Άδωναί τίποτα άλλο, Άδωναί Κι ώς ξεστομίσει τόν άκέραιο έτο{)τ{ λόγο, ήσυχάζει μιαν ώρα, δυό ώρες κι ύστερα τόν ξαναπιάνει Τ αγωνία κι άρχΙζει πάλι ν' άνοιγοσφαλνάει τό στόμα - Έγω φταίω έγω φταίω μουρμούρισε ό νέος και τC μάτια του βούρκωσαν· έγω φταίω 'Άκουγε ό γιός μέσα... μεγάλωσαν, τα μελίγγια του π&ς βούλιαξαν, και τί 'ταν ή πίκρα ετούτη γύρα από τό στόμα; - τι επαθες; Γιατί ελιωσες; Ποιός σε τυραννάει; Ό νέος αχνογέλασε' εκαμε ν' άποκριθεί: «δ Θεός», μα κρα τήθηκε' ετούτη ήταν ή μεγάλη μέσα του κραυγή, δεν ήθελε νά τήν αφήσει να φύγει από τό στόμα του - Παλεύω, αποκρίθηκε - Με ποιόν; - Δεν ξέρω" παλεύω Ό κοκκινογένης βύθιqε τα μάτια του στα ματια το\) νέου' τα ρωτο\)σε,... εγώ, ή ζουρλοπαντι γέρα, που πηραν άέρα τα μυαλά μου, παράτησα τη γυναίκα μου καί τα παιδιά μου καί ζητω τό Μεσία! O o μαζί, διαόλοι, άγγέλοι, αντράκια, χαμαντράκια, όλοι χρειάζουνται στό μεγάλο μας σκοπό, απάνω του, μωρε παιδιά! Γέλασε, έφτυσε στις απαλάμες του, άπλωσε τις ποδάρες: - Άπάνω του, μωρε παιδιά, φώναξε πάλι και πηρε τρέχοντας τόν κατήφορο κατα τη Ναζαρέτ Άνθρωποι και βουνά καπνός ήταν... κατασκότεινο - Π&ς τό ξέρεις; ποιος σοΟ τό 'πε; Μά δ νέος δεν άποκρίθηκε· πήδηξε από τόν πάγιco, είχε πιά καλά ξημερώσει, αρπαξε μια φούχτα καρφιά και τό σφυρι και ζύγωσε στό σταυρό Μα ό κοκκινογένης τόν πρόλαβε· με μια δρασκελια έφτασε στο σταυρο κι άρχισε, με λύσσα, να τον γρο θοκοπάει και να τον φτύνει, σα νά 'ταν άνθρωπος Στράφηκε, τα γένια του, τα μουστάκια, τα φρύδια, αγκύλωσαν το πρόσωπο το\} νέου: -. .. μας τον αυτοκρά τορα - πολλα τα έτη του! Να δείτε πως ό άνομος αντάρτη ς, ό Ζηλωτής, πεθαίνει!» Ό κοκκινογένης ανοιξε την πόρτα, είδε τό ανθρωπομάνι που σώπαινε άνταρεμένο, είδε τόν τελάλη, απάνω σε μιαν πέτρα, λιγνό, μακρολαίμη, μακροκάνη, ξεσκούφωτο, έφτυσε - Άνάθεμά σε, προδότη, μούγκρισε κι έκλεισε μανιασμέ νος την πόρτα Γύρισε στο νέο, 11 χολιι είχε ανέβει στα μάτια του - Να τον χαίρεσαι το γιο