ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΞΑΝΑΣΤΑΥΡΩΝΕΤΑΙ ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΞΑΝΑΣΤΑΥΡΩΝΕΤΑΙ 6 [...]... γιαίνει, λέει ό κομ πογιαννίτης, όλες τίς αρρώστιες "η αρρώστια εχεις έσύ; - Είπα ψέματα -" Ενα δράμι Χριστό, τόσα γρόσια -WΕκλεψα - Ένάμισι δράμι Χριστό, τόσο - "Εσύ; - Σκότωσα - "Α, βαρια αρρώστια, κακομοίρη Θα πάρεις το βράδυ, πρΙν να ΚΟ - μηθείς, πέντε δράμια Χριστό, κοστίζει πολύ, τόσο - Δεν κάνει παρακάτω, γέροντά μου; - ΕΙναι Τι ταρΙφα' πλέρωσε, άλλιως θά πας στον πάτο της Κόλασης." Καί του δείχνει... γλώσσα του - τους κακους τους βρίσκουμε ε()κολα, εκαμε δ παπάς, τόν 'Ιούδα, τη Μαγδαληνή' μα τους καλούς; Έδώ σας θέλω! Πρέπει, θαρρώ, να κάμουμε αβαρία Πο\) να βρot:ίμε - ημαρτον, Κύριε! - άνθρωπο να μοιάζει το\) Χριστο(j; Μα πάνω κάτω ας είναι να to(j μοιάζει λίγο σωματικά Έγω μέρες καΙ βδομάδες τό κλώθω στό VO(j μου καΙ νύχτες πολλες δεν κοιμήθηκα Μά, μο(j φαίνεται, ό Θεός με λυπήθηκε, βρf\κα - Ποιόν;... τσιμπούκι το\) καΙ δε μίλησε - Καϊάφα περίφημο κάνει δ γερ - αδaςl πετάχτηκε πάλι δ καπετάνιος Καλύτερο Καϊάφα που θα βρουμε; του λόγου σου, γέροντα, πού ζωγραφίζεις κιόλα, δε μου λες πiOς τον στΟ ρουνε τον Καϊάφα στα κονίσματα; - Μα έκαμε δ παπας ξεροκαταπίνοντας, άπάνω κάτω σαν το γερ - αδa Πετσ! καΙ κόκαλο, λΙΥδοτάμπαρο, με βουλιαγμένα μάγουλα, με κίτρινη μύτη , - ΚαΙ το μουστάκι του εΤχε τριχοφά;... πολλοι άμαρτωλοί τους παίρνουν τα κλάματα και μετανooίJν, και κάμποσοι νοικοκυραΙοι άναθι βάνουν τί άμαρτίες �Kαμαν για να θησαυρίσουν κι άφιερώνουν ενα αμπέλι iΊ ενα χωράφι στην έκκλησιά, να σώσουν την ψυχή τους 'Ακοσς, γερ - αδα; - Λέγε, λέγε, γέροντα, κι άσε τΙς παραπετριές, άποκρίθηκε δ Ύερ - αδας νευριασμένος σε μένα αυτα δεν πιάνουν και να τό ξέρεις - Μαζευτήκαμε λοιπόν σήμερα να διαλέξουμε, με τη... εκαμε δ γερ - ρχοντας πικαρισμένος' γιά ν' άκού σουμε - Με την ιtδειά σου, άρχοντά μου, �ναν άνθρωπο δικό σου, που τόν αγαπάει κι ή άφεντιά σου, τόν τσοπάνη σου τό Μα νολιό! Είναι ήσυχος, γλυκομίλητος, ξέρει τα γραμματάκια του - παλιό καλογεροπαίδι, μαθες - εχει καΙ μπλάβα μάτια κι ενα γενάκι ξανθό σαν τό μέλι ·Ετσι ζωγραφίζουν καΙ τό Χριστό Κι είναι καΙ θεοφοβούμενος κάθε Κυριακή κατ - βαίνει άπό... ξομολόγησα, δεν του βρηκα ψεγάδι - Είναι μια στάλα άλαφροίσκιωτος, τσίριξε δ γερ - αδάς βλέπει φαντάσματα - Καλό είναι αύτό, βεβαίωσε δ παπάς, να μου τό θυμάστε Ή ψυχη νά 'ναι καθαρή! - Κι άντέχει να φάει ξύλο, να τόν άγκυλώσουν τ' άγκάθια και να σηκώσει τό σταυρό Κι είναι και βοσκός, καλό κι αύτό· βοσκός είναι 1C1 δ Χριστός στ' ανθρώπινα κοπάδια, είπε κι δ δάσκαλος - του δίνω την άδεια, είπε δ άρχοντας,... ξεθυμώνει, άνάβει και σβήνει εσκολα σαν τήν ίσκα· μα είναι καλη καρδιά Καλύτερον Πέτρο δε βρίσκω στό χωριό μας - Λίγο κλεφταράκος, είπε δ άρχοντας κουνώντας τη βαρια κεφάλα Μα εμπορος είναι, τί περιμένεις; Δεν πειράζει - Λένε, σούριξε πάλι δ γε o- Λαδaς, πώς αύτός σκότωσε τη γυναίκα του Τήν εσκασε - Ψέματα, ψέματα! φώναξε δ παπάς· εμένα να ρωτάτε! WΕφαε Τι μακαρίτισσα μια μέρα άπό τή λαιμαργία της ενα κιου... Αρχοντά μου, εΤσαι δ πρli'> o δημογέροντας, μίλησε πρli'>τος, ά o Jμε - Τόν 'Ιούδα τόν εχουμε! πετάχτηκε κι εΤπε δ καπετάνιος Καλύτερο δέ θα β o Jμε, τόν Παναγιώταρο τό Γυψοφά ΕΙναι άγριάνθρωπος, βλογιοκομμένος, χεροδύναμος, σωστός ουραγκο τάγκος �χω ενα τέτοιον δεΙ στην Όντέσσα· καΙ το σπουδαιό τερο: �χε\ τα γένια και τα μαλλια που χρειάζεται: κατακόκκινα, • το\) διαόλου - Δεν είναι ή σειρά σου, καπετάνιο,... τότε έγω θα πάρω ττ) θέση του, να μη χαλάσει τό μυστήριο - Να βρείτε dλ o Καϊάφα, αύτο πού σaς λέω! ξεφώνισε δ γερ - ξηνταβελόνης έχω καΙ νά ποτίσω, θα φύγωl Κα! τράβηξε κατά την πόρτα� Μά δ παπάς με μιά δρασκελιά στάθηκε στήν πόρτα κι άπλωσε τά χέρια - Ποϋ πας, εΤπε, ερχεται ό λαός, δε θά φύγεις δέ θά γίνουμε ρεζίλι! Κι Gστερα πιο μαλακά: - Πρέπει νά κάμεις μιά θυσία καί το\} λόγου σου, κυρ προ... μήν πουλάς τόν KOUKO για αηδόνι, να μην ανοίγεις πια τα γράμματα καΙ να διαβάζεις τα μυστικα τι'Ilν ανθρώπων "Ακοης; Άκούω κι όπακούω, να λές - Άκούω κι όπακούω, γέροντά μου, αποκρίθηκε δ Γιανν - κος κι άποτραβήχτηκε γρήγορα γρήγορα στόν τοίχο Φοβήθηκε μην άρχίσει δ διαολόπαπας και τα βγάλει όλα του τ' άπλυτα στη φόρα Μά δ παπάς τόν λυπήθηκε, σώπασε' κι δ Γιαννακός τότε πηρε κουράγιο: - Γέροντά μου,