1. Trang chủ
  2. » Ngoại Ngữ

aggloelleniko glossari oron glossologias - g.i. ksudopoulos

27 585 0

Đang tải... (xem toàn văn)

Tài liệu hạn chế xem trước, để xem đầy đủ mời bạn chọn Tải xuống

THÔNG TIN TÀI LIỆU

Thông tin cơ bản

Định dạng
Số trang 27
Dung lượng 398,2 KB

Nội dung

511 ΑΓΓΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΓΛΩΣΣΑΡΙ ΟΡΩΝ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ Γ.Ι. Ξυδόπουλος © 2003-2006 a-bar-binding ¾ µη α-δέσµευση (η) (αναφορική δέσµευση σε θέση µη ορίσµατος), ¾ αναφορική δέσµευση σε µη οργανική θέση abbreviation ¾ συντοµογραφία (η), ¾ βραχυγραφία (η), ¾ σύντµηση (η) abbreviatory ¾ συντοµογραφικός-ή-ό, ¾ συντοµογραφηµένος-η-ο abducted ¾ πεπλατυσµένες πτυχές (οι), ¾ πεπλατυσµένες χορδές (οι) a-binding ¾ α-δέσµευση (η) (αναφορική δέσµευση σε θέση ορίσµατος), ¾ αναφορική δέσµευση σε οργανική θέση ablative ¾ αφαιρετικός-ή-ό ablaut ¾ µετάπτωση (η) abrupt ¾ απότοµος-η-ο absolute ¾ απόλυτος-η-ο absolutive ¾ απόλυτος-η-ο, ¾ αντικειµενικός-ή-ό accent ¾ τόνος (ο), προφορά (η) accented ¾ τονισµένος-η-ο accentual ¾ τονικός-ή-ό accentuation ¾ τονισµός (ο) acceptability ¾ αποδεκτότητα (η) acceptable ¾ αποδεκτός-ή-ό accessibility ¾ προσβασιµότητα (η) accidence ¾ τυπολογικό µέρος (το) accommodate ¾ προσαρµόζω accomodation ¾ προσαρµογή (η) accusative ¾ αιτιατική (η) accusativity ¾ αιτιατικότητα (η) acoustic ¾ ακουστικός-ή-ό acoustic domain analog ¾ ανάλογο ακουστικού πεδίου (το) acoustic feature/cue ¾ ακουστικό χαρακτηριστικό (το) ¾ ακουστική ένδειξη (η) acoustic phonetics ¾ ακουστική φωνητική (η) acoustics ¾ ακουστική (η) acquire ¾ κατακτώ, αποκτώ acquisition ¾ κατάκτηση (η), απόκτηση (η), acrolect ¾ ακρόλεκτος (η) acrolectal ¾ ακρολεκτικός-ή-ό acronym ¾ ακρωνύµιο (το) across-the-board phenomena ¾ διάχυτα φαινόµενα (τα), ¾ φαινόµενα εκτός ορίων (τα) actant ¾ καθορισµένο στοιχείο (το) active ¾ ενεργητικός-ή-ό actor-action-goal ¾ δράστης-πράξη-στόχος (ακολουθία) (η) actualization ¾ ενεργοποίηση (η) actualize ¾ ενεργοποιώ acute ¾ οξύς-εία-ύ additive bilingualism ¾ προσθετική δι(πλο)γλωσσία (η) address ¾ προσαγόρευση (η), προσφώνηση (η) adducted ¾ πεπιεσµένες πτυχές (οι), ¾ πεπιεσµένες χορδές (οι) adequacy ¾ επάρκεια adequate ¾ επαρκής-ής-ές adessive ¾ επιτοπικός-ή-ό (η) adjacency ¾ γειτνίαση (η) adjacency pair ¾ γειτνιαστικό ζεύγος (το) adjacency principle ¾ αρχή της γειτνίασης (η) adjacent ¾ γειτνιάζων-ουσα-ον adjectival ¾ επιθετικός-η-ό adjective ¾ επίθετο (το) adjoin ¾ προσαρτώ adjunct ¾ προσάρτηµα (το) adjunction ¾ προσάρτηση (η) adjunctival ¾ προσαρτηµατικός-ή-ό adnominal ¾ µετονοµατικός-ή-ό, επονοµατικός-ή-ό adstratum ¾ αντίστρωµα (το) adultocentric ¾ ενηλικοκεντρικός-ή-ό adultomorphic ¾ ενηλικόµορφος-η-ο advanced tongue root ¾ προωθηµένη βάση της γλώσσας (η) advancement ¾ προβιβασµός (ο) adverb ¾ επίρρηµα (το), ¾ επιρρηµατικός-ή-ό adverbial ¾ επιρρηµατικό (το), ¾ επιρρηµατικός-ή-ό adversative ¾ εναντιωµατικός-ή-ό aerometry ¾ αεροµετρία (η) affect ¾ συναίσθηµα (το) affected ¾ επιβαρυµένος-η-ο, ¾ επηρεασµένος-η-ο affective ¾ συναισθηµατικός-ή-ό affirmative ¾ καταφατικός-ή-ό affix ¾ πρόσφυµα (το), παράθηµα (το) affixation ¾ προσφυµατοποίηση (η), ¾ παραθηµατοποίηση (η) affixing ¾ προσφυµατοποίηση (η) ¾ προσφυµατικός-ή-ό ¾ παραθηµατικός-ή-ό affricate ¾ προστριβόµενος-η-ο affricated ¾ προστριµµένος-η-ο, affrication ¾ πρόστριψη (η) agent ¾ δράστης (o) agentive ¾ δράστη (µε/του), ¾ ποιητικό αίτιο (το) agentless ¾ χωρίς δράστη agglutinating ¾ συγκολλητικός-ή-ό agglutination ¾ συγκόλληση (η) agglutinative ¾ συγκολλητικός-ή-ο agr ¾ Συµφ agrammatism ¾ αγραµµατισµός (ο) agreement ¾ συµφωνία (η) airstream mechanism ¾ µηχανισµός του ρεύµατος αέρα (ο) Aktionsart ¾ λεξικό ποιό ενέργειας (Aktionsart) (το) alethic ¾ αληθειακός-ή-ό algorithm ¾ αλγόριθµος (ο) alienable ¾ αλλοτριώσιµος-η-ο, ¾ αποσπάσιµος-η-ο 512 allative ¾ κινησιακός-ή-ό (η) allo- ¾ αλλο- alpha movement ¾ µετακίνηση του αλφα (η) alpha notation ¾ συµβολισµός άλφα (ο) alphabetism ¾ αρκτικόλεξο (το) alternant ¾ εναλλάκτης (ο) alternating ¾ εναλλασσόµενος-η-ο, ¾ αναπληρών-ούσα-όν alternation ¾ εναλλαγή (η) alveo(lo)-palatal ¾ φατνιοουρανικός-ή-ό alveolar ¾ φατνιακός-ή-ό alveolo-palatal ¾ φατνιοουρανικός-ή-ό ambifix ¾ αµφίθηµα (το) ambiguity ¾ αµφισηµία (η) ambiguous ¾ αµφίσηµος-η-ο ambisyllabic ¾ αµφισυλλαβικός-ή-ό ambisyllabicity ¾ αµφισυλλαβικότητα (η) ambisyllabification ¾ αµφισυλλαβισµός (ο) ambisyllabify ¾ αµφισυλλαβίζω amelioration ¾ βελτίωση (η) amplitude ¾ εύρος (το) anacoluthon ¾ ανακόλουθον (το) analogy ¾ αναλογία (η) analysable ¾ αναλύσιµος-η-ο analysis-by- synthesis ¾ ανάλυση µέσω σύνθεσης (η) analytic ¾ αναλυτικός-ή-ό analyticity ¾ αναλυτικότητα (η) anaphor ¾ αναφορικό στοιχείο (το) anaphora ¾ αναφορικότητα (η), ¾ αναποµπή (η) anaphoric ¾ αναφορικός-ή-ό, ¾ αναπεµπτικός-ή-ό anaptyctic ¾ αναπτυκτικός-ή-ό anaptyxis ¾ ανάπτυξη (η) anchor ¾ αγκυρώνω, ¾ άγκυρα (η) anchored ¾ αγκυρωµένος-η-ο anchoring ¾ αγκύρωση (η) angle brackets ¾ γωνιώδεις αγκύλες (οι) animate ¾ έµψυχος-η-ο animateness ¾ εµψυχότητα (η) antecedent ¾ ηγούµενο στοιχείο (το), ¾ σηµείο αναφοράς (το) anterior ¾ πρόσθιος-α-ο (2) anthropological linguistics ¾ ανθρωπολογική γλωσσολογία (η) anthropophonics ¾ ανθρωποφωνητική (η) anticipation ¾ προδροµική παραδροµή (η) anticipatory ¾ προληπτικός-ή-ό, ¾ οπισθοχωρητικός-ή-ό antipassive ¾ αντιπαθητική (η) antonym ¾ αντώνυµο (το) antonymy ¾ αντωνυµία (η) aorist ¾ αόριστος (o) aoristic ¾ αοριστικός-ή-ό a-over-a ¾ α-πάνω στο-α (το) aperiodic ¾ απεριοδικός-ή-ό aperture ¾ άνοιγµα (το) apex ¾ άκρο (το) aphaeresis ¾ αφαίρεση (η) aphesis ¾ άφεση (η) aphetic ¾ αφετικός-ή-ό apical ¾ ακραίο-α-ο apico- ¾ ακραιο- apocope ¾ αποκοπή (η) apodosis ¾ απόδοση (η) appellative ¾ ονοµατοδοτικό (το) appendix ¾ παράρτηµα (το) applicability ¾ εφαρµοσιµότητα (η) applicable ¾ εφαρµόσιµος-η-ο application ¾ εφαρµογή (η) applicative ¾ εφαρµοστικός-ή-ό applied linguistics ¾ εφαρµοσµένη γλωσσολογία (η) apposition ¾ παράθεση (η) appositional ¾ παραθετικός-ή-ό appropriate ¾ κατάλληλος-η-ο appropriateness ¾ καταλληλότητα (η) approximant ¾ προσεγγιστικός-ή-ό arbitrariness ¾ αυθαιρετότητα (η) arbitrary ¾ αυθαίρετος-η-ο arbitrary reference ¾ αυθαίρετη αναφορά (η) arboreal ¾ δενδρικός-ή-ό arc ¾ τόξο (το) archiphoneme ¾ αρχιφώνηµα (το) archistratum ¾ αρχιστρώµα (το) area ¾ περιοχή (η) areal ¾ χωρικός-ή-ό, ¾ τοπικός-ή-ό argument ¾ όρισµα (το) arrangement ¾ διευθέτηση (η) article ¾ άρθρο (το) articulate ¾ αρθρώνω articulation ¾ άρθρωση (η), ¾ διάρθρωση (η) articulator ¾ αρθρωτής (ο) articulator model ¾ αρθρωτικό πρότυπο (το) articulator-based feature theory ¾ θεωρία των χαρακτηριστικών βάσει των αρθρωτών (η) articulatory ¾ αρθρωτικός-ή-ό articulatory analog ¾ αρθρωτικό ανάλογο (το) articulatory phonetics ¾ αρθρωτική φωνητική (η) articulatory phonology ¾ αρθρωτική φωνολογία (η) articulatory setting ¾ αρθρωτική ρύθµιση (η), ¾ ρύθµιση των αρθρωτών (η) artificial language ¾ τεχνητή γλώσσα (η) ascension ¾ ανάβαση (η) ascriptive ¾ προσάπτουσα (η) aspect(ual, -izer) ¾ ποιό ενεργείας (το), όψη (η) Aspects model/theory ¾ πρότυπο / θεωρία των Απόψεων (το), ¾ πρότυπο / θεωρία των Όψεων (το) aspectual ¾ του ποιού ενέργειας aspectualizer ¾ δείκτης ποιού ενέργειας (ο) aspirated ¾ δασυνόµενος-η-ο aspiration ¾ δάσυνση (η) ASR ¾ ΑΑΦ assign ¾ αποδίδω, εκχωρώ assignment ¾ απόδοση (η), ¾ εκχώρηση (η) assimilation ¾ αφοµοίωση (η) association ¾ σύνδεση (η), συνειρµός (ο) association line ¾ γραµµή σύνδεσης (η) associative ¾ συνειρµικός-ή-ό asterisk ¾ αστερίσκος (ο) 513 asterisked ¾ σηµειωµένος-η-ο µε αστερίσκο asymmetric rhythmic theory ¾ ασυµµετρική ρυθµική θεωρία (η) asyndeton ¾ σχήµα ασύνδετο (το) atelic ¾ ατελικός-ή-ό ATN ¾ ΓΕ∆Μ atomic phonology ¾ φωνολογία του ατόµου (η) atonal ¾ µη µουσικοτονικός-ή-ό ATR ¾ ΠΒΓ attenuative ¾ µετριαστικός-ή-ό attested ¾ επιβεβαιωµένος-η-ο attitudinal ¾ συµπεριφορικός-ή-ό attribute ¾ ιδιότητα (η) attribute ¾ επίθετο (το) attribution ¾ επιθετικός προσδιορισµός (ο) attributive ¾ επιθετικός-ή-ό audible friction ¾ ακουστή τριβή (η) auditory phonetics ¾ αντιληπτική φωνητική (η) augmentative ¾ µεγεθυντικός-ή-ό, ¾ επαυξητικός-ή-ό augmented transition network grammar ¾ γραµµατική ενισχυµένου δικτύου µετάβασης (η) autohyponym ¾ αυτοϋπώνυµο (το) autolexical syntax ¾ αυτολεξική σύνταξη (η) automata ¾ αυτόµατα (τα, πληθ.) automatic ¾ αυτόµατος-η-ο automatic speech recognition ¾ αυτόµατη αναγνώριση οµιλίας (η) automaton ¾ αυτόµατο (το) autonomous ¾ αυτόνοµος-η-ο autonomous syntax ¾ αυτόνοµη σύνταξη (η) autosegment ¾ αυτοτεµάχιο (το) autosegmental phonology ¾ αυτοτεµαχιακή φωνολογία (η) aux ¾ βοηθ auxiliary ¾ βοηθητικός-ή-ό avalent ¾ ασθενής-ής-ές avoidance languages ¾ γλώσσες αποφυγής (οι) axiom ¾ αξίωµα (το) axiomatic ¾ αξιωµατικός-ή-ό axis ¾ άξονας (o) baby-talk ¾ βρεφική οµιλία (η), ¾ µωρουδίστικη οµιλία (η) back ¾ οπίσθιος-α-ο backchannelling ¾ ένδειξη λήψης (η), ¾ ανατροφοδότηση (η) back-formation ¾ αναδροµικός σχηµατισµός (ο) backgrounding ¾ βάθος (το) backlooping ¾ ανακύκλωση (η) bar ¾ τονούµενος-η-ο, ¾ τόνος (ο) barrier ¾ φραγµός (ο) base ¾ βάση (η) basic ¾ βασικός-ή-ό basilect ¾ βασίλεκτος (η) basilectal ¾ βασιλεκτικός-ή-ό beat ¾ διακρότηµα (το), ¾ κρούση (η) behaviourism ¾ συµπεριφορισµός (ο), ¾ µπιχεβιορισµός (ο) benefactive ¾ ευεργεσιακός-ή-ό bidialect(al)ism ¾ διδιαλεκτισµός (ο) bidirectionality ¾ διπλοκατευθυντικότητα (η) bilabial ¾ διχειλικός-ή-ό bilateral ¾ διπλευρικός-ή-ό, ¾ δίπλευρος-η-ο bilateral opposition ¾ δίπλευρη αντίθεση (η) bilingual ¾ διπλόγλωσσος-η-ο, ¾ δίγλωσσος-η-ο bilingualism ¾ διπλογλωσσία (η), ¾ διγλωσσία bimoraic ¾ διµοραϊκός-ή-ό binary feature ¾ δυαδικό χαρακτηριστικό (το) bind ¾ συνδέω/-οµαι αναφορικά, ¾ δεσµεύω/-οµαι αναφορικά binding ¾ αναφορική σύνδεση (η), ¾ αναφορική δέσµευση (η) binomial ¾ διωνυµικός-η-ο biolinguistics ¾ βιογλωσσολογία (η) bioprogram(me) hypothesis ¾ υπόθεση του βιοπρογράµµατος (η) bipositionality ¾ διπλοθεσία (η) biuniqueness ¾ αµφιµονοσηµαντότητα (η), αµφιµονοσήµαντο (το) bivalent ¾ δισθενής-ής-ές black English vernacular ¾ καθοµιλουµένη των αγγλοφώνων αφροαµερικανών (η) blade ¾ λεπίδα της γλώσσας (η) bleaching ¾ αποχρωµατισµός (ο), ¾ ξεθώριασµα (το) bleed ¾ απαγορεύω bleeding ¾ απαγόρευση (η) blend ¾ αµάλγαµα (το), ¾ µίγµα (το) ¾ συµφυρµός (ο) blending ¾ αµαλγάµωση (η) block ¾ αποκλείω, ¾ εµποδίζω block language ¾ συντµηµένος λόγος (ο) blocked ¾ αποκλεισµένος-η-ο blocking ¾ αποκλεισµός (ο) Bloomfieldian(ism) ¾ Μπλουµφιλντ (του) Bloomfieldiansim ¾ µπλουµφιλντιανισµός (ο) Boolean ¾ Μπουλ (του) bootstrap(ping) ¾ βάση εκκίνησης (η) borrow ¾ δανείζοµαι borrowing ¾ δανεισµός (ο) bottom-up ¾ από κάτω προς τα πάνω, ¾ από τη βάση προς τα πάνω bound ¾ δεσµευµένος-η-ο boundary tone ¾ οριακός τόνος (o) boundary-symbol/- marker ¾ συνοριακό σύµβολο (το) / συνοριακός δείκτης (ο) bounded foot ¾ δεσµευµένος πόδας (ο) boundedness ¾ δεσµευτικότητα (η) bounding theory ¾ θεωρία των δεσµεύσεων (η) brace ¾ άγκιστρα (τα) bracketed grid ¾ επιγεγραµµένο πλέγµα (το) bracketing ¾ περίκλειση σε αγκύλες (η) bracketing paradox ¾ παράδοξο της περίκλεισης σε αγκύλες (το) brackets ¾ αγκύλες (οι) branch ¾ κλάδος (ο, η) branching ¾ διακλάδωση (η), ¾ διακλαδούµενος-η-ο 514 breath group ¾ αναπνευστική οµάδα (η) breathy ¾ µόρµυρος-η-ο (1) broad ¾ µη λεπτοµερής (η) BT ¾ BO, ΜΟ buccal ¾ ενδοστοµατικός-ή-ό bunching ¾ εξόγκωση (η), ¾ κουλούριασµα (το) bundle ¾ δεσµίδα (η) burst ¾ ριπή (η) CA ¾ ΑΣ calculus ¾ λογισµός (ο) calque ¾ έκτυπο (το), ¾ µεταφραστικό δάνειο (το) canonical ¾ κανονικός-ή-ό CAP ¾ ΑΕΣ capacity ¾ δυναµικότητα (η) cardinal ¾ απόλυτο αριθµητικό (το) cardinal vowels ¾ οριακά φωνήεντα (τα) caregiver/caretaker speech ¾ οµιλία γονέα / τροφού (η) Cartesian linguistics ¾ Καρτεσιανή γλωσσολογία (η) case ¾ πτώση (η) cataphora ¾ καταφορικότητα (η), ¾ καταδροµή (η) cataphoric ¾ καταφορικός-ή-ό, ¾ καταδροµικός-ή-ό categorial ¾ κατηγοριακός-ή-ό categorical perception ¾ κατηγοριακή αντίληψη (η) categorization ¾ κατηγοριοποίηση (η) categorize ¾ κατηγοριοποιώ category ¾ κατηγορία (η) catenative ¾ αλυσοειδής-ής-ές causative ¾ αιτιακός-ή-ό cavity ¾ κοιλότητα (η) c-command ¾ δοµική επιβολή (η), ¾ επιβάλλοµαι δοµικά ceneme ¾ κίνηµα (το) cenemic ¾ κίνηµα (το) central ¾ κεντρικός-ή-ό centralization ¾ κεντρικοποίηση (η) centralize ¾ κεντρικοποιώ centre ¾ κέντρο (το), ¾ µέσο (ή κέντρο) της γλώσσας (το) centre-embedding ¾ κεντρικός εγκιβωτισµός (ο), ¾ ενδοεγκιβωτισµός (ο) centum language ¾ γλώσσα σέντουµ (centum) (η) chain ¾ αλυσίδα (η), ¾ άλυση (η) chain/choice ¾ αλυσίδα/επιλογή charm ¾ γοητεία (η), ¾ θέλγητρο (το) charmed ¾ γοητευµένος-η-ο, ¾ θελκτικός-ή-ό charmless ¾ µη γοητευµένος-η-ο, ¾ µη θελκτικός-ή-ό chart ¾ διάγραµµα (το) checked ¾ ανακεκοµµένος-η-ο checking ¾ επαλήθευση (η), ¾ επαληθευτικός-ή-ό chereme ¾ χείρηµα (το) cherology ¾ χειρολογία (η) chest pulse ¾ στερνικός παλµός (o) child language acquisition ¾ κατάκτηση της παιδικής γλώσσας (η), ¾ απόκτηση γλώσσας από το παιδί (η) choice ¾ επιλογή (η) chômeur ¾ ανενεργός-ή-ό Chomsky hierarchy ¾ ιεραρχία κατά Τσόµσκι (Chomsky) (η) Chomsky-adjoin ¾ προσαρτώ κατά Chomsky Chomsky- adjunction ¾ προσάρτηση κατά Τσόµσκι (Chomsky) (η) Chomskyan (Chomskian) ¾ Τσοµσκι Chomsky (του), ¾ Τσοµσκιανός-ή-ό chrone ¾ χρονικό στοιχείο (το) chroneme ¾ χρόνηµα (το) chunk ¾ κέρµα (το) chunking ¾ κερµατισµός (ο) cinematics ¾ κινηµατική (η) cinemic ¾ κινηµικός-ή-ό cinetics ¾ κινητική (η) circonstant ¾ µη καθορισµένο στοιχείο (το) circumfix ¾ περίθηµα (το) circumscribe ¾ περικυκλώνω circumscription ¾ περικύκλωση (η) citation form ¾ τύπος παραποµπής (ο) clashing ¾ σύγκρουση (η) class ¾ τάξη (η) classeme ¾ τάξηµα (το), ¾ κλάσηµα (το) classification ¾ ταξινόµηση (η) classifier ¾ ταξινοµητής (ο) clausal ¾ προτασιακός-ή-ό, ¾ υποπροτασιακός-ή-ό clause ¾ πρόταση (η), ¾ υποπρόταση (η) clause-mate ¾ οµοπροτασιακός-ή-ό clause-wall ¾ προτασιακό τείχος (το) clear l ¾ καθαρό l (το), ¾ φατνιακό l (το) cleft sentence ¾ δίπτυχη πρόταση (η) click ¾ κλικ (click) (το) cline ¾ συνέχεια (η) clinical linguistics ¾ κλινική γλωσσολογία (η) clipped form ¾ περικεκοµµένος τύπος (ο) clitic ¾ κλιτικό (το), ¾ κλιτικός-ή-ό cliticization ¾ κλιτικοποίηση (η) cliticize ¾ κλιτικοποιώ close ¾ κλειστός-ή-ό closed ¾ κλειστός-ή-ό closure ¾ φραγµός (ο), ¾ κλείσιµο (το) cluster ¾ σύµπλεγµα (το) coalesce ¾ συµφύω coalescent ¾ επαµφοτερίζων-ουσα-ον coarticulation ¾ συνάρθρωση (η) coctail party phenomenon ¾ φαινόµενο του κοκτέιλ πάρτι (το) coda ¾ έξοδος (η) code ¾ κώδικας (ο) codification ¾ κωδικοποίηση (η) codify ¾ κωδικοποιώ cognate ¾ συγγενής-ής-ές, ¾ σύστοιχος-η-ο cognitive (meaning) ¾ γνωσιακή (σηµασία) (η) 515 cognitive grammar ¾ γνωσιακή γραµµατική (η) cognitive metaphor ¾ γνωσιακή µεταφορά (η) cognitive semantics ¾ γνωσιακή σηµασιολογία (η) cognize ¾ αντιλαµβάνοµαι coherence ¾ συνεκτικότητα (η) cohesion ¾ συνοχή (η) cohesive ¾ συνοχικός-ή-ό cohesiveness ¾ συνοχικότητα (η) co-hyponyms ¾ συνυπώνυµο (τα) co-index ¾ συνενδείκτης (ο), ¾ φέρω τον ίδιο δείκτη co-indexing ¾ προσθήκη συνενδείκτη (η), ¾ συνένδειξη (η) colescence ¾ σύµφυση (η) collapse ¾ σύµπτυξη (η), ¾ συµπτύσσω collective ¾ περιληπτικός-ή-ό, ¾ συλλογικός-ή-ό colligate ¾ συναθροίζω/οµαι, ¾ συνάπτω/οµαι colligation ¾ συνάθροιση (η), ¾ σύναψη (η) collocability ¾ συµφρασιµότητα (η) collocate ¾ σύµφραση (η) collocation ¾ σύµφραση (η), ¾ συµπαράθεση (η) collocational ¾ συµφραστικός-ή-ό colour ¾ χρώµα (το) colouring ¾ χρωµατισµός (ο) combinatorial ¾ συνδυαστικός-ή-ό command ¾ προσταγή (η), ¾ επιβολή (η) comment ¾ σχόλιο (το) commissive ¾ δεσµευτικός-ή-ό common ¾ κοινός-ή-ό communicate ¾ επικοινωνώ communication ¾ επικοινωνία (η) communicative ¾ επικοινωνιακός-ή-ό commutation ¾ µεταλλαγή (η) Comp, COMP, C ¾ Σ∆ compact ¾ συµπαγής-ής-ές comparative ¾ συγκριτικός-ή-ό, ¾ αντιπαραθετικός-ή-ό compensatory lengthening ¾ αναπληρωτική έκταση (η) competence ¾ γλωσσική ικανότητα (η) complement ¾ συµπλήρωµα (το) complementarity ¾ συµπληρωµατικότητα (η) complementary ¾ συµπληρωµατικός-ή-ό complementation ¾ συµπλήρωση (η) complementizer ¾ συµπληρωµατικός δείκτης (ο), ¾ Σ∆ complete feedback ¾ πλήρης ανατροφοδότηση (η) complex ¾ σύνθετος-η-ο, ¾ πολύπλοκος-η-ο complex symbol ¾ σύνθετο σύµβολο (το) complexity ¾ συνθετότητα (η), ¾ πολυπλοκότητα (η) component ¾ σηµασιακό συστατικό (το), ¾ τοµέας (ο) componential ¾ σηµασιακά συστατικά (σε) compose ¾ συνθέτω composite ¾ σύνθετος-η-ο composition ¾ σύνθεση (η) compositional ¾ συνθετικός-ή-ό compositionality ¾ συνθετικότητα (η) compound ¾ σύνθετος-η-ο compounding ¾ σύνθεση (η) comprehension ¾ κατανόηση (η) computational linguistics ¾ υπολογιστική γλωσσολογία (η), ¾ πληροφορική γλωσσολογία (η) computational system ¾ υπολογιστικό σύστηµα (το) conative ¾ προθετικός-ή-ό concatenation ¾ αλυσιδωτή σύνδεση (η) concessive ¾ παραχωρητικός-ή-ό, ¾ ενδοτικός-ή-ό concord ¾ οµόνοια (η) condition ¾ συνθήκη (η), ¾ περιορισµός (ο) conditional ¾ υποθετικός-ή-ό conditioned/conditi oning ¾ προσαρµοσµένος-η-ο /προσαρµογή (η), ¾ εξαρτηµένος-η-ο / εξάρτηση (η) configuration ¾ διάγραµµα (το) configurational ¾ διαγραµµατικός-ή-ό configurational languages ¾ διαγραµµατικές γλώσσες (οι) congruence ¾ σύµπτωση (η) congruent ¾ συµπίπτων-ουσα-ον conj ¾ Συνδ conjoin ¾ συνδέω conjoined ¾ συνδεδεµένος-η-ο conjoining ¾ σύνδεση (η) conjugate ¾ κλίνοµαι, ¾ συζευγνύοµαι conjugation ¾ συζυγία (η) conjunct ¾ προ-σύνδεσµος (o) conjunction (conjunct) ¾ σύζευξη (η), ¾ σύνδεσµος (ο) conjunctive ¾ συνδετικός-η-ο connected speech ¾ συνδεδεµένη οµιλία (η) connection ¾ σύνδεση (η) connectionism ¾ διασυνδετισµός (ο) connectionist ¾ διασυνδετικός-ή-ό connective ¾ συνδετικός-ή-ό connectivity ¾ συνδετικότητα (η) connector ¾ συνδετικό (στοιχείο) (το) connotation ¾ συνδήλωση (η), ¾ συνεκδοχή (η) connotative ¾ συνδηλωτικός-ή-ό, ¾ συνεκδοχικός-ή-ό consonant ¾ σύµφωνο (το) consonant harmony ¾ συµφωνική αρµονία (η) consonantal ¾ συµφωνικός-ή-ό conspiracy ¾ συνωµοσία (η) conspire ¾ συνωµοτώ constant ¾ σταθερός-ή-ό constant opposition ¾ σταθερή αντίθεση (η) constative ¾ διαπιστωτικός-ή-ό constituency ¾ συστατικότητα (η) constituent ¾ συστατικό (το), ¾ συστατικός-ή-ό constrain ¾ περιορίζω constraint ¾ περιορισµός (ο) constricted ¾ στενωµένος-η-ο 516 constriction ¾ στένωση (η) construal ¾ ερµηνεία (η) construct ¾ δόµηµα (το) construction ¾ δοµή (η), ¾ δόµηση (η), ¾ σύνθεση (η) construe ¾ ερµηνεύω consultant ¾ σύµβουλος (ο, η) contact (1) ¾ επαφή (η) (1) content ¾ περιεχόµενο (το) contentive ¾ περιεχόµενο (το) context ¾ περικείµενο (το), ¾ περιβάλλον (το), ¾ συγκείµενο (το), ¾ συγκειµενικό περιβάλλον (το), ¾ συµφραζόµενα (τα) contextual ¾ περικειµενικός-ή-ό, ¾ περιβαλλοντικός-ή-ό contextualization ¾ περικειµενοποίηση (η), ¾ ένταξη σε περιβάλλον continuant ¾ εξακολουθητικός-ή-ό continuity hypothesis ¾ υπόθεση της συνέχειας (η) continuous ¾ εξακολουθητικός-ή-ό, ¾ διαρκείας (της) contoid ¾ συµφωνοειδές (το) contour ¾ περίγραµµα (το), ¾ περίγυρος (ο), ¾ περιγραµµατικός-ή-ό contracted ¾ συνηρηµένος-η-ο contraction ¾ συναίρεση (η) contradictory ¾ αντιφατικός-ή-ό contrafactive ¾ αντιγεγονοτικός-ή-ό contrary ¾ αντίθετος-η-ο contrast ¾ αντίθεση (η) contrastive ¾ αντιθετικός-ή-ό contrastive accent ¾ αντιθετική προφορά (η) contrastive stress ¾ αντιθετικός δυναµικός τόνος (ο) contrastivity ¾ αντιθετικότητα (η) control ¾ έλεγχος (ο), ελέγχω control agreement principle ¾ αρχή ελέγχου της συµφωνίας (η) controller ¾ ελεγκτής (ο) convention ¾ σύµβαση (η) conventional ¾ συµβατικός-ή-ό conventional implicature ¾ συµβατικό υπονόηµα (το) converge ¾ συγκλίνω convergence ¾ σύγκλιση (η) conversation analysis ¾ ανάλυση συνοµιλίας (η) conversational implicature ¾ συνοµιλιακό υπονόηµα (το) conversational turn ¾ συνοµιλιακή συνεισφορά (η) converse ¾ αντίστροφος-η-ο converseness ¾ αντιστροφικότητα (η) conversion ¾ µετάπλαση (η) co-occur ¾ συνεµφανίζοµαι co-occurence ¾ συνεµφάνιση (η) co-operative principle ¾ αρχή της συνεργασιµότητας (η) co-ordinate ¾ συντονιστικός-ή-ό co-ordinate ¾ παρατακτικός-ή-ό co-ordinating ¾ παρατακτικός-ή-ό co-ordination ¾ παράταξη (η), ¾ σύνδεση κατά παράταξη (η), ¾ παρατακτική σύνδεση (η) co-ordinative ¾ παρατακτικός-ή-ό co-ordinator ¾ δείκτης παρατακτικής σύνδεσης (ο) Copenhagen School ¾ Σχολή της Κοπεγχάγης (η) copula ¾ συνδετικό ρήµα (το) copulative ¾ συνδετικός-ή-ό copy ¾ αντίγραφο (το), ¾ αντιγράφω copying ¾ αντιγραφή (η) core ¾ πυρήνας (ο), ¾ πυρηνικός-ή-ό co-referential ¾ συναναφορικός-ή-ό co-referentiality ¾ συναναφορικότητα (η) co-representational grammar ¾ συναναπαραστατική γραµµατική (η) coronal ¾ κορωνιδικός-ή-ό corpora ¾ σώµατα κειµένου (τα, πληθ.) corpus ¾ κόρπους (corpus) (το), ¾ σώµα κειµένου (το) correct ¾ ορθός-ή-ό correctness ¾ ορθότητα (η) correlation ¾ συσχετισµός (ο) correlative ¾ συσχετικός-ή-ό correspond ¾ αντιστοιχώ correspondence ¾ αντιστοιχία (η) cost ¾ κόστος (το) co-text ¾ συν-κείµενο (το) count ¾ αριθµήσιµος-η-ο counter-agent ¾ υποκείµενο αντίδρασης (το) counterbleed ¾ αντιαπαγορεύω counterbleeding ¾ αντιαπαγόρευση (η) counter-bleeding ¾ αντι-απαγόρευση (η) counter-example ¾ αντιπαράδειγµα (το) counter-factual ¾ αντιπραγµατικός-ή-ό counterfeed ¾ αντιτροφοδοτώ counterfeeding ¾ αντιτροφοδότηση (η) counter-feeding ¾ αντι-τροφοδότηση (η) counter-intuitive ¾ αντιδιαισθητικός (η) counter- intuitiveness ¾ αντιδιαισθητικότητα (η) covered ¾ καλυµµένος-η-ο covert ¾ καλυµµένος-η-ο, ¾ µη εµφανής-ής-ές C-place ¾ τόπος συµφώνου (η) cps ¾ κύκλοι ανά δευτερόλεπτο (οι) crash ¾ κατάρρευση (η), ¾ καταρρέω creak ¾ οξύς ήχος (ο), ¾ τρίξιµο (το) creaky ¾ οξύηχος-η-ο, ¾ τριζάτoς-η-ο creative ¾ δηµιουργικός-ή-ό creativity ¾ δηµιουργικότητα (η) creole ¾ κρεολή (η), ¾ µιγαδική γλώσσα (η), ¾ κρεολική γλώσσα (η) creolization ¾ κρεολοποίηση (η), ¾ µιγαδοποίηση (η) creolize ¾ κρεολοποιώ, ¾ µιγαδοποιώ criteria ¾ κριτήρια (τα) 517 critical linguistics ¾ κριτική γλωσσολογία (η) cross-over ¾ προσπέραση (η), ¾ διασταύρωση (η) cross-sectional ¾ συγχρονικό δείγµα (το), ¾ αντιπροσωπευτικό δείγµα (το) cryptophasia ¾ κρυπτοφασία (η) c-structure ¾ συστατική δοµή (η) cue ¾ ένδειξη (η) culminative ¾ κορυφωσιακός-ή-ό culminativity ¾ κορύφωση (η) cultural transmission ¾ πολιτισµική µετάδοση (η) cupping ¾ κοίλωση (η) curly brackets ¾ άγκιστρα (τα) CV phonology ¾ φωνολογία ΣΦ (η) CV rule ¾ κανόνας ΣΦ (o) CV, CVC, etc. ¾ ΣΦ, ΣΦΣ, κ.τ.λ. cycle (1) ¾ κύκλος (ο) cyclic ¾ κυκλικός-ή-ό cyclical ¾ κυκλικός-ή-ό cyclicality ¾ κυκλικότητα (η) dark l ¾ µη καθαρό l (το), ¾ υπερωικοποιηµένο l (το) data ¾ δεδοµένα (τα) dative ¾ δοτική (η) daughter ¾ θυγατρικός-ή-ό, θυγατέρα (η) daughter adjunction ¾ προσάρτηση σε θυγατρικό κόµβο (η) daughter- dependency grammar ¾ γραµµατική της κάθετης εξάρτησης (η) Davidsonian semantics ¾ σηµασιολογία του Ντέιβιντσον (Davidson) (η) de dicto ¾ ντε ντίκτο (de dicto) de re ¾ ντε ρε (de re) death of language ¾ γλωσσικός θάνατος (ο) debuccalization ¾ αποστοµατοποίηση (η) debuccalized ¾ αποστοµατοποιηµένος-η-ο declaration ¾ δήλωση (η) declarative ¾ δηλωτικός-ή-ό declension ¾ κλίση (η) declination ¾ απόκλιση (η), ¾ κατερχόµενο ύψος (το) decode ¾ αποκωδικοποιώ decompose ¾ αποσυνθέτω deconstruction ¾ αποδόµηση (η) decreolization ¾ αποκρεολοποίηση (η), ¾ αποµιγαδοποίηση (η) decreolization ¾ αποκρεολοποίηση (η) decreolize ¾ αποκρεολοποιώ, ¾ αποµιγαδοποιώ deep structure ¾ βαθεία δοµή (η) default ¾ ουδέτερος-η-ο, ¾ βασικός-ή-ό, ¾ τυπικός-ή-ό defective ¾ ελλειµµατικός-ή-ό deficit hypothesis ¾ υπόθεση της υστέρησης (η), ¾ υπόθεση της ανεπάρκειας (η) defining ¾ περιοριστικός-ή-ό defining vocabulary ¾ λεξιλόγιο ορισµού (το) definite ¾ οριστικός-ή-ό definiteness ¾ οριστικότητα (η) defooting ¾ αποβολή πόδα (η) deforestation ¾ αποψίλωση (η) degenerate foot ¾ εκφυλισµένος πόδας (ο) degree ¾ βαθµός (ο), ¾ διαβαθµιστικός-ή-ό deictic ¾ δεικτικός-ή-ό deixis ¾ δείξη (η) delayed ¾ καθυστερηµένος-η-ο delete ¾ απαλείφω deletion ¾ απαλοιφή (η) delicacy ¾ λεπτότητα (η), ¾ λεπτοµέρεια (η) delicate ¾ λεπτός-ή-ό, ¾ λεπτοµερής-ής-ές delimitative ¾ οριοθετικός-ή-ο (η) delinking ¾ αποσύνδεση (η) delinking ¾ αποσύνδεση (η) delta ¾ δέλτα demibeat ¾ ηµιδιακρότηµα (το) demonstrative ¾ δεικτικός-ή-ό demotion ¾ υποβάθµιση (η) denasalised ¾ απορρινικοποιηµένος-η-ο denominal ¾ ονοµατικό παράγωγο (το) denotation ¾ δήλωση (η) denotative ¾ δηλωτικός-ή-ό dental ¾ οδοντικός-ή-ό deontic ¾ δεοντικός-ή-ό deoralization ¾ αποστοµατοποίηση (η) dependency grammar ¾ γραµµατική της εξάρτησης (η) dependency phonology ¾ φωνολογία της εξάρτησης (η) dependent ¾ εξαρτώµενος-η-ο, ¾ εξαρτηµένος-η-ο depth hypothesis ¾ υπόθεση του βάθους (η) derivation ¾ παραγωγή (η) derivational ¾ παραγωγικός-ή-ό derive ¾ παράγω, ¾ παράγοµαι derived ¾ παράγωγος-η-ο, ¾ παράγωγο (το) derived environment ¾ παραγόµενο περιβάλλον (το) description ¾ περιγραφή (η) descriptive ¾ περιγραφικός-ή-ό descriptivism ¾ περιγραφισµός (ο) descriptivist ¾ περιγραφιστής (ο) desiderative ¾ εφετικός-ή-ό designated terminal element (DTE) ¾ στοιχείο του προσδιορισµένου τερµατικού (το) destressed ¾ αποτονισµένος-η-ο (δυναµικά) destressing ¾ αποβολή δυναµικού τόνου (η) det, DET, D ¾ Προσδ deterioration ¾ επιδείνωση (η) determiner ¾ προσδιοριστής (ο) developmental linguistics ¾ εξελικτική γλωσσολογία (η) deverbal ¾ ρηµατικό παράγωγο (το) deviance ¾ απόκλιση (η) (2) deviant ¾ αποκλίνων-ουσα-ον device ¾ µηχανισµός (o), ¾ συσκευή (η) devoiced ¾ αποηχηροποιηµένος-η-ο devoicing ¾ αποηχηροποίηση (η) dia- ¾ δια- 518 diachronic ¾ διαχρονικός-ή-ό diacritic ¾ διακριτικό σηµάδι (το), ¾ σηµάδι διάκρισης (το) diagramming ¾ διαγραµµατική (η) dialect ¾ διάλεκτος (η) dialectal ¾ διαλεκτικός-ή-ό dialectology ¾ διαλεκτολογία (η) dialinguistics ¾ διαγλωσσολογία (η) diamorph ¾ διαµόρφηµα (το) diaphone ¾ διαφώνηµα (το) diasystem ¾ διασύστηµα (το) diatype ¾ διάτυπος (ο) DICE ¾ ΛΣΚΛ difference hypothesis ¾ υπόθεση της διαφοράς (η) differential ¾ διαφορικός-ή-ό diffuse ¾ διάχυτος-η-ο diffusion ¾ διάδοση (η) diglossia ¾ διγλωσσία (η), ¾ κοινωνική διγλωσσία (η) diglossic ¾ διγλωσσικός-ή-ό, ¾ δίγλωσσος-η-ο digraph ¾ δίγραµµα (το), ¾ δίψηφο (το) diminutive ¾ υποκοριστικό (το) diphthong ¾ δίφθογγος (ο, η) diphthongal ¾ διφθογγικός-ή-ό diphthongization ¾ διφθογγοποίηση (η) diphthongize ¾ διφθογγοποιώ direct ¾ άµεσος-η-ο, ¾ ευθύς-εία-ύ directed ¾ κατευθυνόµενος-η-ο directionality ¾ κατευθυντικότητα (η) directive ¾ κατευθυντικός-ή-ό director ¾ κατευθυντής (ο) disambiguate ¾ διασαφηνίζω discontinuity ¾ ασυνέχεια (η) discontinuous ¾ ασυνεχής-ής-ές, ¾ µη εξακολουθητικός-ή-ό discourse ¾ λόγος (ο) discourse attachement ¾ προσάρτηµα λόγου (το) discourse in common sense entailment ¾ λόγος στη συνεπαγωγή κοινής λογικής (ο) discourse representation theory ¾ θεωρία αναπαράστασης του λόγου (η) discovery ¾ ανακάλυψη (η), ¾ ανεύρεση (η) discrete ¾ ασυνεχής-ής-ές discreteness ¾ ασυνέχεια (η) disharmonic ¾ δυσαρµονικός-ή-ό disharmonicity ¾ δυσαρµονικότητα (η) disharmony, ¾ δυσαρµονία (η) disjunct ¾ διαθεσιακός παραδιορισµός (ο) disjunction ¾ διάζευξη (η) disjunctive ¾ διαζευκτικός-ή-ό displaced ¾ µετατεθιµένος-η-ο displacement ¾ µετάθεση (η dissimilation ¾ ανοµοίωση (η) dissyllabic ¾ δισυλλαβικός-ή-ό distinctive ¾ διαφοροποιητικός-ή-ό distinctiveness ¾ διαφοροποιητικότητα (η) distinguisher ¾ διαφοροποιητικό στοιχείο (το), ¾ διαφοροποιητής (ο) distributed ¾ κατανεµηµένος-η-ο distributed representation ¾ κατανεµηµένη αναπαράσταση (η) distribution(al) ¾ κατανοµή (η) distributional ¾ κατανοµικός-ή-ό disyllable ¾ δισύλλαβος-η-ο ditransitive ¾ διµετάβατος-η-ο, ¾ δίπτωτος-η-ο divergence ¾ απόκλιση (η) DO ¾ ΑΑ docking ¾ πρόσδεση (η) do-deletion / insertion / support ¾ απαλοιφή του do (η) / εισαγωγή του do (η) / υποστήριξη του do / µε το do (η) domain ¾ πεδίο (το) domain ¾ περιοχή (η) dominance ¾ κυριάρχηση (η), ¾ κυριαρχείν (το) dominate ¾ κυριαρχώ, κυριαρχούµαι domination ¾ κυριαρχία (η) donkey sentence ¾ πρόταση ντάνκι (donkey) (η), ¾ ονική πρόταση (η) dorsal ¾ ραχιαίος-α-ο dorsum ¾ ράχη (η), ¾ οπίσθιο µέρος της γλώσσας (το) double articulation ¾ διπλή άρθρωση (η) double-bar ¾ διπλός τόνος (ο), ¾ δισ-τονούµενος-η-ο double-base ¾ διπλής βάσης (της) doubly filled COMP filter ¾ φίλτρο του διπλά πεπληρωµένου συµπληρωµατικού δείκτη (το) downdrift ¾ κατερχόµενο ύψος (το) downgraded ¾ έχει υποστεί φθίνουσα διαβάθµιση downgrading ¾ φθίνουσα διαβάθµιση (η) downstep ¾ αποδυνάµωση (η) downstepped ¾ αποδυναµωµένος-η-ο DP ¾ ΠροσδΦ drag chain ¾ αλυσίδα έλξης (η) DRS ¾ ∆ΑΛ drum language ¾ κώδικας τυµπάνου (ο) D-structure ¾ β(αθεία)-δοµή DTE ¾ ΣΠΤ dual ¾ δυϊκός-ή-ό dualism ¾ δυϊσµός (ο) dualist ¾ δυϊστής (ο), ¾ δυϊστικός-ή-ό duality (of patterning/structure ) ¾ δυϊκότητα (του σχηµατισµού/της δοµής) (η) dummy ¾ ψευδο-παραπλήρωµα (το), ¾ σηµασιολογικά κενό στοιχείο (το) duration ¾ διάρκεια (η) durative ¾ διηνεκής-ής-ές durativity ¾ ιδιότητα του διηνεκούς/διαρκούς dynamic ¾ δυναµικός-ή-ό dynamic time warping ¾ συστροφή δυναµικού χρόνου (η) dynamism ¾ δυναµισµός (ο) ear-training ¾ εξάσκηση ακοής (η) echo ¾ αντηχητικός-ή-ό eclectic ¾ εκλεκτικός-ή-ό 519 eclecticism ¾ εκλεκτισµός (o) economy ¾ οικονοµία (η) ECP ¾ ΑΚΚ -ed form ¾ τύπος –ed (ο), τύπος του αορίστου της αγγλικής (ο) edge ¾ ακραίο µέρος (το), ακράιος-α-ο educational linguistics ¾ παιδαγωγική γλωσσολογία (η), ¾ εκπαιδευτική γλωσσολογία (η) egressive ¾ εκπνευστικός-ή-ό ejective ¾ έκκροτος-η-ο (το) elaborated ¾ επεξεργασµένος-η-ο, ¾ ανεπτυγµένος-η-ο, ¾ διευρυµένος-η-ο E-language ¾ εξ-γλώσσα (η) elative ¾ εκτοπικός-ή-ό electroaerometry ¾ ηλεκτροαεροµετρία (η) electrokymograph ¾ ηλεκτροκυµατογράφος (ο) electrokymographic ¾ ηλεκτροκυµατογραφικός-ή-ό electrokymography ¾ ηλεκτροκυµατογραφία (η), ¾ ηλεκτροκυµατογράφηµα (το) electromyograph ¾ ηλεκτροµυογράφος (ο) electromyographic ¾ ηλεκτροµυογραφικός-ή-ό electromyography ¾ ηλεκτροµυογραφία (η), ¾ ηλεκτροµυογράφηµα (το) electropalatograph ¾ ηλεκτροουρανισκογράφος (ο), ηλεκτροπαλατογράφος (ο) electropalatographi c ¾ ηλεκτροουρανισκογραφικός-ή-ό electropalatography ¾ ηλεκτροουρανισκογράφηµα (το) ¾ ηλεκτροουρανισκογραφία (η) element ¾ στοιχείο (το) elicit ¾ εκµαιεύω elicitation ¾ εκµαίευση (η) elide ¾ ελλείπω elision ¾ αποβολή (η), ¾ έκθλιψη (η) ellipsis ¾ έλλειψη (η) ellipted ¾ ελλίπων-ουσα-ον elliptical ¾ ελλειπτικός-ή-ό elsewhere condition ¾ συνθήκη του λοιπού περιβάλλοντος (η) embed ¾ εγκιβωτίζω embedded ¾ εγκιβωτισµένος-η-ο embedding ¾ εγκιβωτισµός (ο) EMG ¾ ΗΜΓ emic/etic ¾ ηµικός-ή-ό / ητικός-ή-ό emotive ¾ συγκινησιακός-ή-ό emphatic consonant ¾ εµφατικό σύµφωνο (το) empty ¾ κενός-ή-ό empty category principle ¾ αρχή της κενής κατηγορίας (η) -en form ¾ τύπος –en (ο), ¾ τύπος της µετοχής της αγγλικής enclitic ¾ εγκλιτικός-ή-ό encode ¾ κωδικοποιώ endearment, terms of ¾ όροι θωπεύµατος (οι) endocentric ¾ ενδοκεντρικός-ή-ό endoglossic ¾ ενδογλωσσικός-ή-ό endophora ¾ ενδοφορά (η), ¾ ενδοφορική ιδιότητα (η) endophoric ¾ ενδοφορικός-ή-ό engineering ¾ οργάνωση (η) entailment ¾ συνεπαγωγή (η) entry ¾ λήµµα (το), ¾ καταχώριση (η) entry ¾ είσοδος (η) environment ¾ περιβάλλον (το) epenthesis ¾ επένθεση (η) epenthetic ¾ επενθετικός-ή-ό EPG ¾ ΗΟΓ epicene ¾ επίκοινος-η-ο epistemic ¾ επιστηµικός-ή-ό eponym ¾ επωνύµιο (το) eponymous ¾ επωνυµικός-ή-ό equational ¾ εξισωτικός-ή-ό, ¾ εξοµοιωτικός-ή-ό equative ¾ εξισωτικός-ή-ό, ¾ εξοµοιωτικός-ή-ό equi NP deletion ¾ απαλοιφή ισοδύναµης ΟΦ (η), ¾ έκπτωση ισοδύναµης ΟΦ (η), ¾ απαλοιφή όµοιου υποκειµένου (η), ¾ απαλοιφή ταυτόσηµης ΟΦ (η) equipollent ¾ ισοδύναµος-η-ο equipollent opposition ¾ ισοδύναµη αντίθεση (η) equivalence ¾ ισοδυναµία (η) erasure ¾ εξάλειψη (η) ergative ¾ εργαστικός-ή-ό ergativity ¾ εργαστικόητα (η) error ¾ λάθος (γνώσης) (το) esophageal ¾ οισοφαγικός-ή-ό essential conditions ¾ αναγκαίες συνθήκες (οι) essive ¾ υποστασιακός-ή-ό EST ¾ ∆ΒΘ état de langue ¾ κατάσταση γλώσσας (η), ¾ ετά ντε λανγκ, ¾ état de langue ethnography of communication ¾ εθνογραφία της επικοινωνίας (η) ethnography of speaking ¾ εθνογραφία της οµιλίας (η) ethnolinguistics ¾ εθνογλωσσολογία (η) ethnomethodologist ¾ εθνοµεθοδολόγος (ο) ethnomethodology ¾ εθνοµεθοδολογία (η) ethnopoetics ¾ εθνοποιητική (η) etic ¾ ητικός-ή-ό etymological ¾ ετυµολογικός-ή-ό etymology ¾ ετυµολογία (η) etymon ¾ έτυµον (το) eurhythmic ¾ εύρυθµος-η-ο eurhythmy ¾ ευρυθµία (η) evaluative ¾ αξιολογητικός-ή-ό eventive ¾ τερµατικός-ή-ό evidential ¾ αυτοπτικός-ή-ό evidentiality ¾ αυτοπτικότητα (η) exceptional case marking (ECM) ¾ απόδοση πτώσης κατ’εξαίρεση (η) exclamation ¾ επιφώνηµα (το) (1) exclamative ¾ θαυµαστικός-ή-ό exclamatory ¾ επιφωνηµατικός-ή-ό exclusive ¾ αποκλειστικός-ή-ό exhaustiveness ¾ διεξοδικότητα (η) exhaustivity ¾ εξαντλητικότητα (η) existential ¾ υπαρκτικός-ή-ό exocentric ¾ εξωκεντρικός-ή-ό exoglossic ¾ εξωγλωσσικός-ή-ό 520 exophora ¾ εξωφορικότητα (η), ¾ εξωφορά (η), ¾ εξωφορική ιδιότητα (η) exophoric ¾ εξωφορικός-ή-ό expand ¾ αναπτύσσω expansion ¾ ανάπτυξη (η) experiencer ¾ δοκιµαζόµενος (ο), ¾ φορέας εµπειρίας (ο) experimental phonetics ¾ πειραµατική φωνητική (η) explanatory ¾ επεξηγηµατικός-ή-ό, ¾ ερµηνευτικός-ή-ό expletive ¾ πλεοναστικός-ή-ό explicit ¾ ρητός-ή-ό explicitness ¾ ρητότητα (η) exponence ¾ µορφική εκπροσώπηση (η) exponent ¾ µορφικός εκπρόσωπος (ο) expression ¾ έκφραση (η) expressive ¾ εκφραστικός-ή-ό extended standard theory ¾ διευρυµένη βασική θεωρία extension ¾ έκταση (η), ¾ διεύρυνση (η), ¾ επέκταση (η) extensional ¾ εκτασιακός-ή-ό extensive ¾ εκτατικός-ή-ό, ¾ εκτενής-ής-ές external adequacy ¾ έξωτερική επάρκεια (η) externalized language ¾ εξωτερικευµένη γλώσσα (η) extralinguistic ¾ εξωγλωσσικός-ή-ό extrametricality ¾ εξωµετρικότητα (η) extraposition ¾ εξωθέτηση (η) extraprosodicity ¾ εξωπροσωδιακότητα (η) extrasyllabic ¾ εξωσυλλαβικός-ή-ό extrasyllabicity ¾ εξωσυλλαβικότητα (η) extrinsic ¾ εξωγενής-ής-ές face ¾ πρόσωπο (το) factitive ¾ µέσος-διάµεσος-η-ο factive ¾ γεγονοτικός-ή-ό factivity ¾ γεγονοτικότητα (η) falling/fall ¾ κατιών-ούσα-όν family ¾ οικογένεια (η), ¾ οικογενειακός-ή-ό fatherese ¾ πατρική οµιλία (η) favourite ¾ ευνοούµενος-η-ο feature ¾ χαρακτηριστικό (το) feature geometry ¾ γεωµετρία των χαρακτηριστικών (η) feed ¾ τροφοδοτώ feedback ¾ ανατροφοδότηση (η), ¾ ανάδραση (η) feeding ¾ τροφοδότηση (η) felicity conditions ¾ συνθήκες επιτυχίας (οι) field ¾ πεδίο (το) filled pause ¾ πεπληρωµένη παύση (η) filler ¾ στοιχείο πλήρωσης (το), ¾ εµβόλιµος τύπος (ο), ¾ προσθήκη (η) filter ¾ φίλτρο (το), ¾ φλιτράρω, ¾ διηθώ filtered speech ¾ φιλτραρισµένη οµιλία (η) final ¾ τελικός-ή-ό finite ¾ παρεµφατικός-ή-ό finite-state grammar ¾ γραµµατική των πεπερασµένων φάσεων (η) finite-state language ¾ γλώσσα των πεπερασµένων φάσεων (η) first language ¾ πρώτη γλώσσα (η) Firthian ¾ Φιρθ (Firth) (του) fis phenomenon ¾ φαινόµενο ‘φις’ (fis) (το) fission ¾ σχάση (η) fixed ¾ σταθερός-ή-ό flap ¾ µονοπαλλόµενος-η-ο flapped ¾ µονοπαλλόµενος-η-ο flat ¾ επίπεδος-η-ο flat ¾ σχισµοειδής-ής-ές, ¾ µετριασµένος-η-ο floating ¾ περιπλανώµενος-η-ο, ¾ µετακινούµενος-η-ο flotation ¾ περιπλάνηση (η) focal area ¾ περιοχή εστίασης (η) focus ¾ εστίαση (η), ¾ εστιάζω, ¾ εστία (η) folk etymology ¾ παρετυµολογία (η), ¾ λαϊκή ετυµολογία (η) foot ¾ πόδας (ο) foreground ¾ προσκήνιο (το) foregrounding ¾ προσκήνιο (το) foreign language ¾ ξένη γλώσσα (η) forensic linguistics ¾ δικαστική γλωσσολογία (η) form ¾ τύπος (o), ¾ µορφή (η) form of address ¾ τύπος προσφώνησης (ο) form word ¾ τυπική λέξη (η) formal ¾ τυπικός-ή-ό formalism ¾ φορµαλισµός (ο) formalist ¾ φορµαλιστικός-ή-ό formality ¾ τυπικότητα (η) formalization ¾ τυποποίηση (η) formalize ¾ τυποποιώ formant ¾ διαµορφωτής (ο) formation rule ¾ κανόνας σχηµατισµού (ο) formative ¾ σχηµατιστικό στοιχείο (το) formulaic language ¾ τυποποιηµένη γλώσσα (η) fortis ¾ τεταµένος-η-ο fortition ¾ ενίσχυση (η) fossilization ¾ απολίθωση (η) fossilized ¾ απολιθωµένος-η-ο frame ¾ πλαίσιο (το) free ¾ ελεύθερος-η-ο frequency ¾ συχνότητα (η) frequentative ¾ θαµιστικός-ή-ό fricative ¾ τριβόµενος-η-ο friction ¾ τριβή (η) frictionless continuant ¾ άτριβος-η-ο εξακολουθητικός-η-ο front ¾ πρόσθιος-α-ο, ¾ προράχη (η), ¾ προτάσσω fronted ¾ προσθιωµένος-η-ο, ¾ προσθιοποιηµένος-η-ο fronting ¾ προσθίωση (η), ¾ προσθιοποίηση (η) fronting ¾ πρόταξη (η) [...]... πυρηνικό - - µη αριθµήσιµο - - αριθµησιµότητα (η) µ - εριοριστικό - - µη ασυνεχής γραµµατική (η) µη αντηχητικό - - µη ισοδύναµο - - µη ευνοούµενο - - ακέφαλο - - µη γραµµική φωνολογία (η) µη µητρικές ποικιλίες (η) µη παραγωγικό - - χωρίς σηµασία νόρµα (η) κανονιστικό - - συµβολισµός (o) συµβολισµού (του), συµβολιστικό - - εννοιοκεντρικό - - όνοµα (το), ονοµατικό - - µετακίνησ - Φ (η) πυρηνικό - - ... καθολικό - - , καθολική αρχή (η) καθολικός ποσοδείκτης (ο) καθολικότητα σύµπαν του λόγου (το), κόσµος του λόγου (ο) µονοσηµία (η) (2) αποχαρακτηρισµένο - - , αµαρκάριστο - - , µη µαρκαρισµένο - - ασηµάδευτο - - µη παραγωγικό - - µη στρογγυλό - - , µη στρογγυλωµένο - - άτονο - - άχρονο - - , χωρίς χρόνο άηχο - - σηµασιολογία ενηµέρωσης (η) χρήση (η) εκφώνηµα (το), εκφώνηση (η) σταφυλικό - - σταφυλικοποίηση... πυρηνικό - - πυρήνας (ο) µηδενικό - - αριθµός (ο) αρίθµηση (η) αντικείµενο (το) γλώσσ - ντικείµενο (η) αντικειµενικό - - υποχρεωτικό - - αρχή του υποχρεωτικού περιγράµµατος (η), αρχή του υποχρεωτικού περίγυρου (η) πλάγιο - - παρατηρητική επάρκεια (η) απαρχαίωση (η) απαρχαιωµένο - - φρακτικό - - απώτερο πρόσωπο (το), ετεροαναφορικό - - πλήρες κλείσιµο (το) πλήρως κλειστό - - ΑΥΠ οισοφαγικό - - καθοδικό/ανοδικό... γλωσσολογία (η) γλωσσοσύνδεση (η) συνδεδεµένο - - σύνδεση (η) συνδετικό - - υγρό - - µικρό pro (το) λεξικός χαρακτηρισµός (ο) δάνειο (το), δάνειο - - τοπ τοπικό - - τοπικισµός (ο) τοπικιστής (ο) τοπικιστικό - - τοπικότητα (η), τόπος (ο) θέση (η), τοποθεσία (η) στάση (η) τοπικό - - φασµατικός τόπος (ο) λεκτικό - - , εκφωνητικό - - λογική δοµή (η) λογοκεντρικό - - λογοκεντρισµός (ο) mapping marginal... τεµάχι - άντασµα (το) γνωστό - - , δεδοµένο - - ηµίφωνο (το), µεταβατικός φθόγγος (ο) σφαιρικό - - γλωσσηµατική (η) γλώσσηµα (το) γλωσσογενετική (η) γλωσσολαλία (η) γλωσσολαλικό - - γλωσσολαλιστής (ο) γλωσσολαλιστικό - - γλωττιδικό - - γλωττιδικό - - γλωττιδικοποίηση (η) γλωττιδικοποιώ γλωττίδα (η) γλωσσοχρονολόγηση (η) στόχος (ο) αλήθεια του Θεού (η) κυβερνώ κυβερνώµενο - - , κυβερνηµένο - - κυβερνητικό - - ... higher category historical linguistics hocus-pocus hodiernal hold holding holophrase holophrasis holophrastic homograph homographic homography homonym homonymic homonymy homophene άλεση (η), αλεστικό - - κοίλο - - κοιλωµένο - - κοίλωση (η) αλεσµένο - - οµαδικό - - , οµάδα (η), ενότητα (η) λαρυγγοφαρυγγικό - - θαµιστικό - - ηµίκλειστο - - ηµιανοικτό - - Χάλιντεϊ (Halliday) (του) διαµόρφωση των... inversion IP irrealis irregular irregularity -isation/-ization -ise/ize -ised/-ized island iso- εντασιακός δείκτης (ο), ενισχυτικός προσδιορισµός (ο) ενισχυτικό - - , εντασιακό - - ένταση (η), διάταση (η) εντασιακό - - , διατενή - - ς ένταση (η) εντατικό - - διεπίδραση (η), αλληλεπίδραση (η) εναλλαξιµότητα (η) ενδοπροτασιακή γραµµατική (η) µεσοδοντικό - - επίπεδο διασύνδεσης (το), διεπίπεδο (το),... ετερωνυµία (η) ετεροργανικό - - ευρετικό - - κρυφό πρότυπο (Markov) Μαρκόφ (το) ιεραρχικό - - ιεραρχία (η) υψηλό - - ανώτερη κατηγορία (η) ιστορική γλωσσολογία (η) χόκου - όκους (hocus-pocus) παροντικό - - στάση (η), αναλλοίωτη διατήρηση (η) αναλλοίωτη διατήρηση (η) ολόφραση (η) ολόφραση (η) ολοφραστικό - - οµόγραφο (το) οµογραφικό - - οµογραφία (η) οµώνυµο (το) οµωνυµικό - - οµωνυµία (η) οµόφαινο... πλήρηµα (το) πληρηµικό - - 529 έκκρουση (η), εξώθηση (η) εξωθητικό κλειστό (το) υπερσυντέλικος (ο) πολυτεµαχιακό - - θετική άρµοση (η) Φ∆ πνευµονοταχογράφος (o) ποιητική (η) πολικότητα (η) φαινόµενα ευγένειας (τα) πολύπολυγένεση (η) πολυλεκτικό - - πολυσηµία (η) πολυσηµικό - - πολυσηµία (η) πολύσηµο - - πολυσυλλαβικό - - πολυσύλλαβο - - πολυσυνθετικό - - πολυσυστηµικό - - πολυσυστηµισµός (ο)... καθιερωµένη προφορά (η) υπολειπόµενο - - αποδέκτης (ο) αµοιβαίο - - , αλληλοπαθή - - ς αναγνώριση (η) ανασυνθέτω ανασύνθεση (η) ανακτησιµότητα (η) ανακτήσιµο - - (επ)αναδροµή (η) (επ)αναδροµικό - - , επαναληπτικό - - (επ)αναδροµικότητα (η), επαναληπτικότητα (η), επανάληψη (η) µειώνω µειωµένο - - µείωση (η) πλεονασµός (ο) πλεονάζω - υσ - ν αναδιπλασιάζω - υσ - ν, αναδιπλασιαστής (ο) αναδιπλασιάζω . αµετάβατο - - intransitivity ¾ αµεταβατότητα (η) intrinsic ¾ ενδογενή - - ς intrusion ¾ παρείσδυση (η) intuition ¾ διαίσθηση (η) intuitive ¾ διαισθητικό - - invariable ¾ αµετάβλητο - - invariance. (η) -isation/-ization ¾ - οίηση (η) -ise/ize ¾ - οιώ -ised/-ized ¾ - οιηµένο - - island ¾ νησίδα (η) iso- ¾ ισ - 524 isochrony/isochroni sm ¾ ισοχρονία (η) / ισοχρονισµός (ο) isolated. (οι) indirect ¾ έµµεσο - - , πλάγιο - - inessive ¾ εντοπικό - - infelicitous utterance ¾ ανεπιτυχές εκφώνηµα (το) infinitival ¾ απαρεµφατικό - - infinitive ¾ απαρέµφατο (το) infix ¾

Ngày đăng: 12/05/2014, 20:41

TỪ KHÓA LIÊN QUAN

w